Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fall falls

fall (en)

  1. η πτώση
     συνώνυμα: tumble
  2. το φθινόπωρο
  3. και δείτε πληθυντικό: falls
ενεστώτας fall
γ΄ ενικό ενεστώτα falls
αόριστος fell
παθητική μετοχή fallen
ενεργητική μετοχή falling
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fall (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω, παρασύρομαι προς τα κάτω από το βάρος μου
    Leaves fall in the fall.
    Τα φύλλα πέφτουν το φθινόπωρο.
    Thick raindrops began to fall.
    Χοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν.
    The glass fell from my hands.
    Το ποτήρι μου έπεσε από τα χέρια.
    The rain/snow was still falling.
    Η βροχή/το χιόνι έπεφτε ακόμα.
    Make sure not to let the baby fall.
    Πρόσεξε μη σου πέσει το παιδί.
  2. (αμετάβατο) πέφτω από μια όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος
    He fell (down) and broke his leg.
    Έπεσε κι έσπασε το πόδι του.
    Many trees fell in the storm.
    Έπεσαν πολλά δέντρα με τη θύελλα.
  3. (αμετάβατο) πέφτω, μειώνομαι σε ποσότητα ή δύναμη
    My morale is falling.
    Πέφτει το ηθικό μου.
    The temperature is falling.
    Η θερμοκρασία πέφτει.
    The candidate/the party fell to last place in the election.
    Ο υποψήφιος/το κόμμα πάτωσε στις εκλογές.
    The team fell to the bottom of the rankings.
    Η ομάδα πάτωσε στη βαθμολογία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
  4. (αμετάβατο) πέφτω σε ορισμένη κατάσταση
    He fell into silence/a deep sleep.
    Έπεσε σε σιωπή/ύπνο βαθύ.
  5. (αμετάβατο) πέφτω, κρεμιέμαι, για μαλλιά ή κάποιο υλικό
    Her hair fell to her shoulders.
    Τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της.
    His beard fell to his chest.
    Τα γένια του έπεφταν στο στήθος του.
    The curtain was falling to the floor.
    Η κουρτίνα έπεφτε ως το πάτωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hang
  6. (αμετάβατο) πέφτω, κατηφορίζει
    The ground falls towards the river.
    Το έδαφος πέφτει προς το ποτάμι.
     συνώνυμα: descend
  7. (αμετάβατο) πέφτω, περνάω, ανατρέπομαι από την εξουσία
    The government fell.
    Έπεσε η κυβέρνηση.
    The enemy’s capital fell.
    Έπεσε η πρωτεύουσα του εχθρού.
    When Crete fell to the Venetians…
    Όταν η Κρήτη πέρασε στους Βενετσιάνους…
  8. (αμετάβατο, λογοτεχνικό) πέφτω, φονεύομαι
    They fell on the battle field.
    Έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
  9. (αμετάβατο, για χρονικές περιόδους) πέφτω, είμαι
    My name day falls on a Monday this year.
    Η γιορτή μου πέφτει Δεύτερα φέτος.
  10. (αμετάβατο, για τοποθεσίες) πέφτω, βρίσκομαι
    The light fell on her face.
    Το φως έπεσε στο πρόσωπό της.
    The accent falls on the first syllable.
    Ο τόνος πέφτει στην πρώτη συλλαβή.
    Her eyes fell on me.
    Τα μάτια της έπεσαν πάνω μου.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

fall (de)

  • προστακτική του fallen