fall
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fall | falls |
fall (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fall |
γ΄ ενικό ενεστώτα | falls |
αόριστος | fell |
παθητική μετοχή | fallen |
ενεργητική μετοχή | falling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
fall (en)
- (αμετάβατο) πέφτω, παρασύρομαι προς τα κάτω από το βάρος μου
- ↪ Leaves fall in the fall.
- Τα φύλλα πέφτουν το φθινόπωρο.
- ↪ Thick raindrops began to fall.
- Χοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν.
- ↪ The glass fell from my hands.
- Το ποτήρι μου έπεσε από τα χέρια.
- ↪ The rain/snow was still falling.
- Η βροχή/το χιόνι έπεφτε ακόμα.
- ↪ Make sure not to let the baby fall.
- Πρόσεξε μη σου πέσει το παιδί.
- ↪ Leaves fall in the fall.
- (αμετάβατο) πέφτω από μια όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος
- ↪ He fell (down) and broke his leg.
- Έπεσε κι έσπασε το πόδι του.
- ↪ Many trees fell in the storm.
- Έπεσαν πολλά δέντρα με τη θύελλα.
- ↪ He fell (down) and broke his leg.
- (αμετάβατο) πέφτω, μειώνομαι σε ποσότητα ή δύναμη
- ↪ My morale is falling.
- Πέφτει το ηθικό μου.
- ↪ The temperature is falling.
- Η θερμοκρασία πέφτει.
- ↪ The candidate/the party fell to last place in the election.
- Ο υποψήφιος/το κόμμα πάτωσε στις εκλογές.
- ↪ The team fell to the bottom of the rankings.
- Η ομάδα πάτωσε στη βαθμολογία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
- ↪ My morale is falling.
- (αμετάβατο) πέφτω σε ορισμένη κατάσταση
- ↪ He fell into silence/a deep sleep.
- Έπεσε σε σιωπή/ύπνο βαθύ.
- ↪ He fell into silence/a deep sleep.
- (αμετάβατο) πέφτω, κρεμιέμαι, για μαλλιά ή κάποιο υλικό
- (αμετάβατο) πέφτω, κατηφορίζει
- (αμετάβατο) πέφτω, περνάω, ανατρέπομαι από την εξουσία
- ↪ The government fell.
- Έπεσε η κυβέρνηση.
- ↪ The enemy’s capital fell.
- Έπεσε η πρωτεύουσα του εχθρού.
- ↪ When Crete fell to the Venetians…
- Όταν η Κρήτη πέρασε στους Βενετσιάνους…
- ↪ The government fell.
- (αμετάβατο, λογοτεχνικό) πέφτω, φονεύομαι
- ↪ They fell on the battle field.
- Έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
- ↪ They fell on the battle field.
- (αμετάβατο, για χρονικές περιόδους) πέφτω, είμαι
- ↪ My name day falls on a Monday this year.
- Η γιορτή μου πέφτει Δεύτερα φέτος.
- ↪ My name day falls on a Monday this year.
- (αμετάβατο, για τοποθεσίες) πέφτω, βρίσκομαι
- ↪ The light fell on her face.
- Το φως έπεσε στο πρόσωπό της.
- ↪ The accent falls on the first syllable.
- Ο τόνος πέφτει στην πρώτη συλλαβή.
- ↪ Her eyes fell on me.
- Τα μάτια της έπεσαν πάνω μου.
- ↪ The light fell on her face.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- fall - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, πέφτω
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfall (de)
- προστακτική του fallen