fall
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fall | falls |
fall (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | fall |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | falls |
αόριστος | fell |
παθητική μετοχή | fallen |
ενεργητική μετοχή | falling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
fall (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γερμανικά (de) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
fall (de)
- προστακτική του fallen