Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dive dives

dive (en)

  1. βουτιά στο νερό, με το κεφάλι και τα χέρια μπροστά
    ⮡  He made a spectacular dive from the diving board.
    Έκανε μια θεαματική βουτιά από την εξέδρα.
    ⮡  Don’t do any dives here because there are rocks.
    Mην κάνεις βουτιές εδώ, γιατί έχει βράχια.
  2. άλμα προς το έδαφος, με το κεφάλι
  3. κολύμβηση κάτω από το νερό
  4. ξαφνική καθοδική πορεία, αιφνίδια πτώση
ενεστώτας dive
γ΄ ενικό ενεστώτα dives
αόριστος dived, dove (αμερικανικό)
παθητική μετοχή dived, dove (αμερικανικό)
ενεργητική μετοχή diving

dive (en)

  1. (αμετάβατο) βουτάω, πηδάω στο νερό με το κεφάλι και τα χέρια μου να μπαίνουν πρώτα
    ⮡  I dove/dived off the boat/off the rocks.
    Βούτηξα από τη βάρκα/από τα βράχια.
  2. (αμετάβατο) βουτάω, κολυμπάω κάτω από το νερό για να μαζέψω ή να κοιτάξω πράγματα
    ⮡  I dive for sponges/pearls.
    Βουτάω για σφουγγάρια/μαργαριτάρια.
  3. (αμετάβατο) βουτάω, ένα πουλί ή ένα αεροσκάφος κατεβαίνει απότομα στον αέρα
    ⮡  The swallows were rising and diving in the air.
    Τα χελιδόνια υψώνονταν και βουτούσαν στον αέρα.
  4. (αμετάβατο, για τιμές, θερμοκρασίες, κτλ.) πέφτω κατακόρυφα και ραγδαία
    ⮡  Stock prices dove.
    Οι τιμές των μετοχών έπεσαν κατακόρυφα.
    ⮡  The temperature is diving.
    Η θερμοκρασία πέφτει ραγδαία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall

Παράγωγα

επεξεργασία