dive into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | dive into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dives into |
αόριστος | dived into, dove into |
παθητική μετοχή | dived into, dove into (αμερικανικό) |
ενεργητική μετοχή | diving into |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdive into (en)
- (ανεπίσημο) ρίχνομαι, ξεκινώ ή συμμετέχω σε κάτι χωρίς δισταγμό ή με ενθουσιασμό
- ⮡ He dove into the food like a starving man.
- Ρίχτηκε στο φαΐ σαν λιμασμένος.
- ⮡ He dove into the food like a starving man.
Πηγές
επεξεργασία- dive into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω