ενεστώτας dive into
γ΄ ενικό ενεστώτα dives into
αόριστος dived into, dove into
παθητική μετοχή dived into, dove into (αμερικανικό)
ενεργητική μετοχή diving into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dive into < → δείτε τις λέξεις dive και into

dive into (en)

  • (ανεπίσημο) ρίχνομαι, ξεκινώ ή συμμετέχω σε κάτι χωρίς δισταγμό ή με ενθουσιασμό
    ⮡  He dove into the food like a starving man.
    Ρίχτηκε στο φαΐ σαν λιμασμένος.