ρίχνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρίχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ρίχνω < αρχαία ελληνική ῥίπτω
Ρήμα
επεξεργασίαρίχνομαι, στ.μέλλ.: θα ριχτώ, αόρ.: ρίχτηκα, μτχ.π.π.: ριγμένος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρίχνομαι | ριχνόμουν(α) | θα ρίχνομαι | να ρίχνομαι | ||
β' ενικ. | ρίχνεσαι | ριχνόσουν(α) | θα ρίχνεσαι | να ρίχνεσαι | (ρίχνου) | |
γ' ενικ. | ρίχνεται | ριχνόταν(ε) | θα ρίχνεται | να ρίχνεται | ||
α' πληθ. | ριχνόμαστε | ριχνόμαστε ριχνόμασταν |
θα ριχνόμαστε | να ριχνόμαστε | ||
β' πληθ. | ρίχνεστε | ριχνόσαστε ριχνόσασταν |
θα ρίχνεστε | να ρίχνεστε | (ρίχνεστε) | |
γ' πληθ. | ρίχνονται | ρίχνονταν ριχνόντουσαν |
θα ρίχνονται | να ρίχνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρίχτηκα | θα ριχτώ | να ριχτώ | ριχτεί | ||
β' ενικ. | ρίχτηκες | θα ριχτείς | να ριχτείς | ρίξου | ||
γ' ενικ. | ρίχτηκε | θα ριχτεί | να ριχτεί | |||
α' πληθ. | ριχτήκαμε | θα ριχτούμε | να ριχτούμε | |||
β' πληθ. | ριχτήκατε | θα ριχτείτε | να ριχτείτε | ριχτείτε | ||
γ' πληθ. | ρίχτηκαν ριχτήκαν(ε) |
θα ριχτούν(ε) | να ριχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ριχτεί | είχα ριχτεί | θα έχω ριχτεί | να έχω ριχτεί | ριγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ριχτεί | είχες ριχτεί | θα έχεις ριχτεί | να έχεις ριχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ριχτεί | είχε ριχτεί | θα έχει ριχτεί | να έχει ριχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ριχτεί | είχαμε ριχτεί | θα έχουμε ριχτεί | να έχουμε ριχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ριχτεί | είχατε ριχτεί | θα έχετε ριχτεί | να έχετε ριχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ριχτεί | είχαν ριχτεί | θα έχουν ριχτεί | να έχουν ριχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ριγμένος - είμαστε, είστε, είναι ριγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ριγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ριγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ριγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ριγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ριγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ριγμένοι |