Δείτε επίσης: κινοῦμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία
κινούμαι < αρχαία ελληνική κινοῦμαι, συνηρημένος τύπος του κινέομαι, του κινέω

κινούμαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία