κινούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κινούμαι < αρχαία ελληνική κινοῦμαι, συνηρημένος τύπος του κινέομαι, του κινέω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈnu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νού‐μαι
- ομόηχο: κινούμε