ραγδαία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραγδαία < ραγδαίος
Επίρρημα
επεξεργασίαραγδαία
- με μεγάλη ένταση και ταχύτητα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαραγδαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ραγδαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ραγδαίος