παραθετικά
θετικός rapidly
συγκριτικός more rapidly
υπερθετικός most rapidly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
rapidly < rapid + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

rapidly (en)

  • γρήγορα, ραγδαία
    ⮡  Don’t speak so rapidly.
    Μην μιλάς τόσο γρήγορα.
    ⮡  I eat/drink rapidly.
    Τρώω/πίνω γρήγορα.
    ⮡  Things are changing rapidly.
    Τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quickly
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 200, 764. ISBN 9780194325684. , λήμμα: γρήγορα, ραγδαίος