κολύμβηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολύμβηση | οι | κολυμβήσεις |
γενική | της | κολύμβησης* | των | κολυμβήσεων |
αιτιατική | την | κολύμβηση | τις | κολυμβήσεις |
κλητική | κολύμβηση | κολυμβήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολυμβήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολύμβηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κολύμβη(σις) (ψάρεμα μαργαριταριών) + -ση[1] < κολυμβάω, -ῶ < κόλυμβος (κολυμβητής)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈliɱ.vi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λύμ‐βη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολύμβηση θηλυκό
- (αθλητισμός) η κίνηση και η επίπλευση ενός ζωντανού οργανισμού στο νερό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κολυμπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κολύμβηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας