κολύμβηση στη Νεκρά Θάλασσα
αθλήτριες κολύμβησης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολύμβηση οι κολυμβήσεις
      γενική της κολύμβησης* των κολυμβήσεων
    αιτιατική την κολύμβηση τις κολυμβήσεις
     κλητική κολύμβηση κολυμβήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολυμβήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολύμβηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία