κόλυμβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόλυμβος | οἱ | κόλυμβοι |
γενική | τοῦ | κολύμβου | τῶν | κολύμβων |
δοτική | τῷ | κολύμβῳ | τοῖς | κολύμβοις |
αιτιατική | τὸν | κόλυμβον | τοὺς | κολύμβους |
κλητική ὦ! | κόλυμβε | κόλυμβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολύμβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κολύμβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόλυμβος < προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόλυμβος, -ου αρσενικό
- δύτης, κολυμβητής
- κολύμβηση, κατάδυση
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 163a
- χαίρει δὲ καὶ νήξεσι παίδων καὶ κολύμβοις ἁμιλλᾶται.
- Χαίρονται επίσης με το κολύμπι των παιδιών και αμιλλώνται στο κολύμπι.
- Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής, @greek‑language.gr
- χαίρει δὲ καὶ νήξεσι παίδων καὶ κολύμβοις ἁμιλλᾶται.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 163a
- (πτηνό) κολυμβίδα, είδος αγριόπαπιας (Podiceps minor)
- άλλες μορφές: κολυμβίς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κόλυμβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόλυμβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.