πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δῠτα-
ονομαστική δύτης οἱ δύται
      γενική τοῦ δύτου τῶν δυτῶν
      δοτική τῷ δύτ τοῖς δύταις
    αιτιατική τὸν δύτην τοὺς δύτᾱς
     κλητική ! δύτ δύται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δύτ
γεν-δοτ τοῖν  δύταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δύτης < δύ(ω) + -της

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δύτης [ῠ] αρσενικό