Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δύτης οι δύτες
      γενική του δύτη των δυτών
    αιτιατική τον δύτη τους δύτες
     κλητική δύτη δύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δύ‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δύτης αρσενικό (θηλυκό δύτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δύω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δῠτα-
ονομαστική δύτης οἱ δύται
      γενική τοῦ δύτου τῶν δυτῶν
      δοτική τῷ δύτ τοῖς δύταις
    αιτιατική τὸν δύτην τοὺς δύτᾱς
     κλητική ! δύτ δύται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δύτ
γεν-δοτ τοῖν  δύταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύτης < δύ(ω) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δύτης [ῠ] αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία