↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπηλαιοδύτης οι σπηλαιοδύτες
      γενική του σπηλαιοδύτη των σπηλαιοδυτών
    αιτιατική τον σπηλαιοδύτη τους σπηλαιοδύτες
     κλητική σπηλαιοδύτη σπηλαιοδύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπηλαιοδύτης < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cave diver. Μορφολογικά αναλύεται σε σπήλαιο + δύτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπηλαιοδύτης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σπηλαιοδύτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)