↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπηλαιοκατάδυση οι σπηλαιοκαταδύσεις
      γενική της σπηλαιοκατάδυσης* των σπηλαιοκαταδύσεων
    αιτιατική τη σπηλαιοκατάδυση τις σπηλαιοκαταδύσεις
     κλητική σπηλαιοκατάδυση σπηλαιοκαταδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπηλαιοκαταδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπηλαιοκατάδυση < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cave diving. Μορφολογικά αναλύεται σε σπήλαιο + κατάδυση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπηλαιοκατάδυση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία