κατακλύζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατακλύζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακλύζω[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈkli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κλύ‐ζω
Ρήμα
επεξεργασία
κατακλύζω
- σκεπάζω με νερά, πλημμυρίζω
- (μεταφορικά) δίνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, γεμίζω με κάτι
- ⮡ "τον κατέκλυσε στα κοπλιμέντα"
- ※ Ένα κύμα ζεστής τρυφερότητας ήρθε και την κατέκλυσε. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- (ναυτικός όρος) πληρώ δεξαμενές ή διαμερίσματα πλοίου ανοίγοντας τους κρουνούς κατακλύσεως
Κλίση
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κατακλύζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας