Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
flood floods

flood (en)

ενεστώτας flood
γ΄ ενικό ενεστώτα floods
αόριστος flooded
παθητική μετοχή flooded
ενεργητική μετοχή flooding

flood (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, γεμίζω, καλύπτομαι με νερό
    ⮡  They forgot the running faucet and flooded the apartment.
    Ξέχασαν ανοιχτή τη βρύση και πλημμύρισε το διαμέρισμα.
     συνώνυμα:  deluge, inundate και swamp
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, γεμίζω με νερό που ξεχειλίζει από τη φυσική κοίτη του
    ⮡  Every winter the river floods from the rains.
    Κάθε χειμώνα το ποτάμι πλημμυρίζει από τις βροχές.
    ⮡  There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.
  3. (αμετάβατο) πλημμυρίζω, εισρέω, φτάνουν κάπου σε μεγάλους αριθμούς
    ⮡  The gathered crowd flooded into the square.
    Πλημμύρισε η πλατεία από το συγκεντρωμένο πλήθος.
    ⮡  The crowds flooded onto the fields.
    Τα πλήθη εισέρρεαν στα γήπεδα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow
  4. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πλημμυρίζω, κατακλύζω, στέλνω κάτι κάπου σε μεγάλους αριθμούς
    ⮡  We were flooded with orders.
    Πλημμυρίσαμε με παραγγελίες./Κατακλυστήκαμε από παραγγελιές.
    ⮡  The streets were flooded by cars.
    Πλημμύρισαν οι δρόμοι από αυτοκίνητα.
    ⮡  We were flooded with letters of complaint.
    Κατακλυστήκαμε από γράμματα παραπόνων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη swamp
  5. (μεταβατικό) πλημμυρίζω, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει διαθέσιμο σε ένα μέρος σε μεγάλους αριθμούς
    ⮡  The market was flooded with TVs and videos.
    Πλημμύρισε η αγορά από/με τηλεοράσεις και βίντεο.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, για ένα συναίσθημα ή μια σκέψη που επηρεάζει κάποιον ξαφνικά και έντονα
    ⮡  flooded with happy feelings - πλημμυρισμένος από ευχάριστα συναισθήματα
    ⮡  My chest is flooding with joy/with anger/with rage.
    Το στήθος μου πλημμυρίζει από χαρά/από θυμό/από οργή.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, απλώνομαι ξαφνικά μέσα σε κάτι· καλύπτω κάτι
    ⮡  Light flooded the room.
    Το δωμάτιο πλημμύρισε (στο) φως.