Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
swamp
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
swamp
στο Νιού Τζέρσεϊ το χειμώνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
swamp
swamps
swamp
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
ο
βάλτος
, το
έλος
, το
τέλμα
, ειδικά με δέντρα ή θάμνους
⮡
Our fields
were turned into a swamp
by the floods.
Βάλτωσαν
τα χωράφια μας από τις πλημμύρες.
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
swamp
γ΄
ενικό
ενεστώτα
swamps
αόριστος
swamped
παθητική μετοχή
swamped
ενεργητική
μετοχή
swamping
swamp
(en)
(
συνήθως στην παθητική φωνή
)
κατακλύζω
, κάνω κάποιον να έχει κάτι περισσότερο από αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσει
⮡
We were swamped
with orders.
Κατακλυστήκαμε
από παραγγελίες.
≈
συνώνυμα
:
besiege
,
deluge
,
flood
,
inundate
,
overrun
,
overwhelm
και
swarm with
κατακλύζω
, σκεπάζω ή γεμίζω με πολύ νερό
⮡
Thousands of acres
were swamped
by the floods.
Χιλιάδες στρέμματα
κατακλύστηκαν
από τις πλημμύρες.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
flood
Πηγές
επεξεργασία
swamp (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
swamp (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries