swamp στο Νιού Τζέρσεϊ το χειμώνα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
swamp swamps

swamp (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο βάλτος, το έλος, το τέλμα, ειδικά με δέντρα ή θάμνους
    ⮡  Our fields were turned into a swamp by the floods.
    Βάλτωσαν τα χωράφια μας από τις πλημμύρες.
ενεστώτας swamp
γ΄ ενικό ενεστώτα swamps
αόριστος swamped
παθητική μετοχή swamped
ενεργητική μετοχή swamping

swamp (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)

  1. κατακλύζω, κάνω κάποιον να έχει κάτι περισσότερο από αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσει
    ⮡  We were swamped with orders.
    Κατακλυστήκαμε από παραγγελίες.
     συνώνυμα:  besiege, deluge, flood, inundate, overrun, overwhelm και swarm with
  2. κατακλύζω, σκεπάζω ή γεμίζω με πολύ νερό
    ⮡  Thousands of acres were swamped by the floods.
    Χιλιάδες στρέμματα κατακλύστηκαν από τις πλημμύρες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flood