Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
overwhelm
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
overwhelm
(en)
κατακλύζω
,
καλύπτω
εντελώς,
θάβω
,
πλημμυρίζω
συντρίβω
,
κατανικώ
,
τσακίζω
παραφορτώνω
κάποιον· κάνω κάποιον να τα χάσει (λ.χ. από
ντροπή
,
χαρά
κ.λπ.), τον
σκλαβώνω
(λ.χ. με
εγκώμια
)
γίνομαι
έξαλλος