τσακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσακίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσακίζω < με διαφορετικές εκδοχές ετυμολόγησης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡saˈci.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐κί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίατσακίζω, αόρ.: τσάκισα, παθ.φωνή: τσακίζομαι, π.αόρ.: τσακίστηκα, μτχ.π.π.: τσακισμένος
- (μεταβατικό) διπλώνω κάτι πολύ καλά, ώστε να δημιουργηθεί μια τσάκιση
- ⮡ έγραψε κάτι σ' ένα φύλλο χαρτί, το τσάκισε στα τέσσερα και της το έδωσε
- (μεταβατικό) σπάω ή τραυματίζω κάτι
- ※ Καημένε Μακρυγιάννη, να 'ξερες γιατί το τσάκισες το χέρι σου (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
- (μεταβατικό) εξουθενώνω, κατανικώ, διαλύω
- ⮡ μια ζωή σκληρή δουλειά στα ορυχεία τον τσάκισε ολωσδιόλου
- (μεταβατικό) κτυπώ ελαφρά πράσινες ελιές
- → δείτε τη λέξη τσακιστός τσακιστές ελιές
- (αμετάβατο) για κάτι που πήγε στραβά, ματαιώθηκε
- ⮡ όλα ήταν έτοιμα για το ταξίδι, αλλά κάτι τσάκισε τελευταία στιγμή
- → και δείτε την παθητική φωνή: τσακίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσακίζω | τσάκιζα | θα τσακίζω | να τσακίζω | τσακίζοντας | |
β' ενικ. | τσακίζεις | τσάκιζες | θα τσακίζεις | να τσακίζεις | τσάκιζε | |
γ' ενικ. | τσακίζει | τσάκιζε | θα τσακίζει | να τσακίζει | ||
α' πληθ. | τσακίζουμε | τσακίζαμε | θα τσακίζουμε | να τσακίζουμε | ||
β' πληθ. | τσακίζετε | τσακίζατε | θα τσακίζετε | να τσακίζετε | τσακίζετε | |
γ' πληθ. | τσακίζουν(ε) | τσάκιζαν τσακίζαν(ε) |
θα τσακίζουν(ε) | να τσακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσάκισα | θα τσακίσω | να τσακίσω | τσακίσει | ||
β' ενικ. | τσάκισες | θα τσακίσεις | να τσακίσεις | τσάκισε | ||
γ' ενικ. | τσάκισε | θα τσακίσει | να τσακίσει | |||
α' πληθ. | τσακίσαμε | θα τσακίσουμε | να τσακίσουμε | |||
β' πληθ. | τσακίσατε | θα τσακίσετε | να τσακίσετε | τσακίστε | ||
γ' πληθ. | τσάκισαν τσακίσαν(ε) |
θα τσακίσουν(ε) | να τσακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσακίσει | είχα τσακίσει | θα έχω τσακίσει | να έχω τσακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσακίσει | είχες τσακίσει | θα έχεις τσακίσει | να έχεις τσακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσακίσει | είχε τσακίσει | θα έχει τσακίσει | να έχει τσακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσακίσει | είχαμε τσακίσει | θα έχουμε τσακίσει | να έχουμε τσακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσακίσει | είχατε τσακίσει | θα έχετε τσακίσει | να έχετε τσακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσακίσει | είχαν τσακίσει | θα έχουν τσακίσει | να έχουν τσακίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσακίζομαι | τσακιζόμουν(α) | θα τσακίζομαι | να τσακίζομαι | ||
β' ενικ. | τσακίζεσαι | τσακιζόσουν(α) | θα τσακίζεσαι | να τσακίζεσαι | ||
γ' ενικ. | τσακίζεται | τσακιζόταν(ε) | θα τσακίζεται | να τσακίζεται | ||
α' πληθ. | τσακιζόμαστε | τσακιζόμαστε τσακιζόμασταν |
θα τσακιζόμαστε | να τσακιζόμαστε | ||
β' πληθ. | τσακίζεστε | τσακιζόσαστε τσακιζόσασταν |
θα τσακίζεστε | να τσακίζεστε | (τσακίζεστε) | |
γ' πληθ. | τσακίζονται | τσακίζονταν τσακιζόντουσαν |
θα τσακίζονται | να τσακίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσακίστηκα | θα τσακιστώ | να τσακιστώ | τσακιστεί | ||
β' ενικ. | τσακίστηκες | θα τσακιστείς | να τσακιστείς | τσακίσου | ||
γ' ενικ. | τσακίστηκε | θα τσακιστεί | να τσακιστεί | |||
α' πληθ. | τσακιστήκαμε | θα τσακιστούμε | να τσακιστούμε | |||
β' πληθ. | τσακιστήκατε | θα τσακιστείτε | να τσακιστείτε | τσακιστείτε | ||
γ' πληθ. | τσακίστηκαν τσακιστήκαν(ε) |
θα τσακιστούν(ε) | να τσακιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τσακιστεί | είχα τσακιστεί | θα έχω τσακιστεί | να έχω τσακιστεί | τσακισμένος | |
β' ενικ. | έχεις τσακιστεί | είχες τσακιστεί | θα έχεις τσακιστεί | να έχεις τσακιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τσακιστεί | είχε τσακιστεί | θα έχει τσακιστεί | να έχει τσακιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τσακιστεί | είχαμε τσακιστεί | θα έχουμε τσακιστεί | να έχουμε τσακιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τσακιστεί | είχατε τσακιστεί | θα έχετε τσακιστεί | να έχετε τσακιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τσακιστεί | είχαν τσακιστεί | θα έχουν τσακιστεί | να έχουν τσακιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τσακισμένος - είμαστε, είστε, είναι τσακισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τσακισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τσακισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τσακισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τσακισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τσακισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τσακισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσακίζω < ίσως απο τον ήχο τσακ (ηχομιμητική λέξη) ή από τη μεσαιωνική τσακί (σπαστός σουγιάς) < οθωμανική τουρκική ? (çakι) (τουρκική çakι)[1][2]
Ρήμα
επεξεργασίατσακίζω
- → δείτε τη λέξη τσακίζω (νέα ελληνικά) & → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίααπό τα κείμενα:
- ἐτσάκισενμ τσάκισεν (αόριστος)
- ἐτσακίστην
- ἐτσακίσθησαν
- ἐτσακιστῆκαν
- τσάκιζε
- τσακίζει
- τσακίζεται
- τσακίζονται
- τσακίζουν
- τσάκισε (προστακτική)
- τσακίσετε (προστακτική)
- τσακισθοῦσι
- τσακισμένος (μετοχή), ουδέτερο: τσακισμένο
- τσακίσουν
- τσακιστεῖ
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τσακίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.