Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσακίζω < με διαφορετικές εκδοχές ετυμολόγησης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡saˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κί‐ζω

τσακίζω, αόρ.: τσάκισα, παθ.φωνή: τσακίζομαι, π.αόρ.: τσακίστηκα, μτχ.π.π.: τσακισμένος

  1. (μεταβατικό) διπλώνω κάτι πολύ καλά, ώστε να δημιουργηθεί μια τσάκιση
    ⮡  έγραψε κάτι σ' ένα φύλλο χαρτί, το τσάκισε στα τέσσερα και της το έδωσε
  2. (μεταβατικό) σπάω ή τραυματίζω κάτι
    ※  Καημένε Μακρυγιάννη, να 'ξερες γιατί το τσάκισες το χέρι σου (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
  3. (μεταβατικό) εξουθενώνω, κατανικώ, διαλύω
    ⮡  μια ζωή σκληρή δουλειά στα ορυχεία τον τσάκισε ολωσδιόλου
  4. (μεταβατικό) κτυπώ ελαφρά πράσινες ελιές
    → δείτε τη λέξη τσακιστός τσακιστές ελιές
  5. (αμετάβατο) για κάτι που πήγε στραβά, ματαιώθηκε
    ⮡  όλα ήταν έτοιμα για το ταξίδι, αλλά κάτι τσάκισε τελευταία στιγμή
  6. → και δείτε την παθητική φωνή: τσακίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακίζω < ίσως απο τον ήχο τσακ (ηχομιμητική λέξη) ή από τη μεσαιωνική τσακί (σπαστός σουγιάς) < οθωμανική τουρκική ? (çakι) (τουρκική çakι)[1][2]

τσακίζω

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

από τα κείμενα:

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τσακίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.