καραβοτσακίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραβοτσακίζομαι < καράβ(ι) + -ο- + τσακίζομαι, ενεργητική φωνή του τσακίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾa.vo.t͡sa.ciˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐βο‐τσα‐κι‐σμέ‐νος
Ρήμα
επεξεργασίακαραβοτσακίζομαι, π.αόρ.: καραβοτσακίστηκα, μτχ.π.π.: καραβοτσακισμένος (αποθετικό ρήμα)
- (για καράβι) πέφτω σε βράχια και τσακίζομαι
- (για άνθρωπο σε καράβι) πέφτει το καράβι με το οποίο ταξιδεύω σε βράχια και κινδυνεύω ή ναυαγώ
- (μεταφορικά) ταλαιπωρούμαι
- (μεταφορικά) καταστρέφομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- καραβοτσάκισμα
- καραβοτσακισμένος
- → δείτε τις λέξεις καράβι και τσακίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καραβοτσακίζομαι | καραβοτσακιζόμουν(α) | θα καραβοτσακίζομαι | να καραβοτσακίζομαι | ||
β' ενικ. | καραβοτσακίζεσαι | καραβοτσακιζόσουν(α) | θα καραβοτσακίζεσαι | να καραβοτσακίζεσαι | ||
γ' ενικ. | καραβοτσακίζεται | καραβοτσακιζόταν(ε) | θα καραβοτσακίζεται | να καραβοτσακίζεται | ||
α' πληθ. | καραβοτσακιζόμαστε | καραβοτσακιζόμαστε καραβοτσακιζόμασταν |
θα καραβοτσακιζόμαστε | να καραβοτσακιζόμαστε | ||
β' πληθ. | καραβοτσακίζεστε | καραβοτσακιζόσαστε καραβοτσακιζόσασταν |
θα καραβοτσακίζεστε | να καραβοτσακίζεστε | (καραβοτσακίζεστε) | |
γ' πληθ. | καραβοτσακίζονται | καραβοτσακίζονταν καραβοτσακιζόντουσαν |
θα καραβοτσακίζονται | να καραβοτσακίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καραβοτσακίστηκα | θα καραβοτσακιστώ | να καραβοτσακιστώ | καραβοτσακιστεί | ||
β' ενικ. | καραβοτσακίστηκες | θα καραβοτσακιστείς | να καραβοτσακιστείς | καραβοτσακίσου | ||
γ' ενικ. | καραβοτσακίστηκε | θα καραβοτσακιστεί | να καραβοτσακιστεί | |||
α' πληθ. | καραβοτσακιστήκαμε | θα καραβοτσακιστούμε | να καραβοτσακιστούμε | |||
β' πληθ. | καραβοτσακιστήκατε | θα καραβοτσακιστείτε | να καραβοτσακιστείτε | καραβοτσακιστείτε | ||
γ' πληθ. | καραβοτσακίστηκαν καραβοτσακιστήκαν(ε) |
θα καραβοτσακιστούν(ε) | να καραβοτσακιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καραβοτσακιστεί | είχα καραβοτσακιστεί | θα έχω καραβοτσακιστεί | να έχω καραβοτσακιστεί | καραβοτσακισμένος | |
β' ενικ. | έχεις καραβοτσακιστεί | είχες καραβοτσακιστεί | θα έχεις καραβοτσακιστεί | να έχεις καραβοτσακιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καραβοτσακιστεί | είχε καραβοτσακιστεί | θα έχει καραβοτσακιστεί | να έχει καραβοτσακιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καραβοτσακιστεί | είχαμε καραβοτσακιστεί | θα έχουμε καραβοτσακιστεί | να έχουμε καραβοτσακιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καραβοτσακιστεί | είχατε καραβοτσακιστεί | θα έχετε καραβοτσακιστεί | να έχετε καραβοτσακιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καραβοτσακιστεί | είχαν καραβοτσακιστεί | θα έχουν καραβοτσακιστεί | να έχουν καραβοτσακιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καραβοτσακισμένος - είμαστε, είστε, είναι καραβοτσακισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καραβοτσακισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καραβοτσακισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καραβοτσακισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καραβοτσακισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καραβοτσακισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καραβοτσακισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καραβοτσακίζομαι
|