Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτυπώ < αρχαία ελληνική κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ktiˈpo/

  Ρήμα επεξεργασία

κτυπώ (παθητική φωνή: κτυπιέμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία