κτυπῶ
Ετυμολογία
επεξεργασία- κτυπῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτυπῶ, συνηρμένος τύπος του κτυπέω < κτύπος
Ρήμα
επεξεργασίακτυπῶ
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαμε χτ- → δείτε τη λέξη χτυπῶ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κτύπος
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κτυπῶ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακτυπῶ