Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κτυπήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κτυπώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κτυπώ
  3. θα κτυπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κτυπώ