• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κτυπημένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτυπημένος η κτυπημένη το κτυπημένο
      γενική του κτυπημένου της κτυπημένης του κτυπημένου
    αιτιατική τον κτυπημένο την κτυπημένη το κτυπημένο
     κλητική κτυπημένε κτυπημένη κτυπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτυπημένοι οι κτυπημένες τα κτυπημένα
      γενική των κτυπημένων των κτυπημένων των κτυπημένων
    αιτιατική τους κτυπημένους τις κτυπημένες τα κτυπημένα
     κλητική κτυπημένοι κτυπημένες κτυπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κτυπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κτυπώ

Μετοχή

επεξεργασία

κτυπημένος, -η, -ο

  • χτυπημένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κτυπημένος

→ δείτε τη λέξη χτυπημένος

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κτυπημένος&oldid=5353619"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 21:41

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Δεκεμβρίου 2021, στις 21:41.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας