Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κτυπημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κτυπημέν
ος
η
κτυπημέν
η
το
κτυπημέν
ο
γενική
του
κτυπημέν
ου
της
κτυπημέν
ης
του
κτυπημέν
ου
αιτιατική
τον
κτυπημέν
ο
την
κτυπημέν
η
το
κτυπημέν
ο
κλητική
κτυπημέν
ε
κτυπημέν
η
κτυπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κτυπημέν
οι
οι
κτυπημέν
ες
τα
κτυπημέν
α
γενική
των
κτυπημέν
ων
των
κτυπημέν
ων
των
κτυπημέν
ων
αιτιατική
τους
κτυπημέν
ους
τις
κτυπημέν
ες
τα
κτυπημέν
α
κλητική
κτυπημέν
οι
κτυπημέν
ες
κτυπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κτυπημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κτυπώ
Μετοχή
επεξεργασία
κτυπημένος
, -η, -ο
χτυπημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κτυπημένος
→
δείτε
τη
λέξη
χτυπημένος