↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτυπημένος η κτυπημένη το κτυπημένο
      γενική του κτυπημένου της κτυπημένης του κτυπημένου
    αιτιατική τον κτυπημένο την κτυπημένη το κτυπημένο
     κλητική κτυπημένε κτυπημένη κτυπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτυπημένοι οι κτυπημένες τα κτυπημένα
      γενική των κτυπημένων των κτυπημένων των κτυπημένων
    αιτιατική τους κτυπημένους τις κτυπημένες τα κτυπημένα
     κλητική κτυπημένοι κτυπημένες κτυπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κτυπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κτυπώ

κτυπημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία