Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χτυπημένος η χτυπημένη το χτυπημένο
      γενική του χτυπημένου της χτυπημένης του χτυπημένου
    αιτιατική τον χτυπημένο τη χτυπημένη το χτυπημένο
     κλητική χτυπημένε χτυπημένη χτυπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χτυπημένοι οι χτυπημένες τα χτυπημένα
      γενική των χτυπημένων των χτυπημένων των χτυπημένων
    αιτιατική τους χτυπημένους τις χτυπημένες τα χτυπημένα
     κλητική χτυπημένοι χτυπημένες χτυπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χτυπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χτυπάω / χτυπώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xti.piˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτυ‐πη‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

χτυπημένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν χτυπήσει, που έχει χτυπηθεί
  2. λαβωμένος, τραυματισμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία