λαβωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαβώνω
Μετοχή
επεξεργασίαλαβωμένος, -η, -ο
- πληγωμένος, τραυματισμένος, σωματικά ή ψυχικά ή γενικά με μεταφορική έννοια
- ...και όντας λαβωμένος, λησμονώντας τες πληγές του εγκάρδιωνε τους γειτόνους του (Χρονικό του Γαλαξιδιού, Ευθύμιος ιερομόναχος)
- Λαβωμένος ο ΣΥΝ(ασπισμός) μετά το Συνέδριο (τίτλος της εφημ. "Ελευθεροτυπία" 7/6/2010)