blessé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | blessé | blessés |
θηλυκό | blessée | blessées |
blessé (fr)
- ο τραυματίας, ο λαβωμένος
Μετοχή
επεξεργασίαblessé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | blessé | blessés |
θηλυκό | blessée | blessées |
blessé (fr)
blessé (fr)