↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσβεβλημένος η προσβεβλημένη το προσβεβλημένο
      γενική του προσβεβλημένου της προσβεβλημένης του προσβεβλημένου
    αιτιατική τον προσβεβλημένο την προσβεβλημένη το προσβεβλημένο
     κλητική προσβεβλημένε προσβεβλημένη προσβεβλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσβεβλημένοι οι προσβεβλημένες τα προσβεβλημένα
      γενική των προσβεβλημένων των προσβεβλημένων των προσβεβλημένων
    αιτιατική τους προσβεβλημένους τις προσβεβλημένες τα προσβεβλημένα
     κλητική προσβεβλημένοι προσβεβλημένες προσβεβλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσβάλλω

προσβεβλημένος, -η, -ο

  • που τον έχουν προσβάλλει, που έχει υποστεί προσβολή
    Αισθάνθηκε προσβεβλημένος από την απρεπή συμπεριφορά τους.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία