προσβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσβλημένος < μετοχή παθητικής φωνής του ρήματος προσβάλλω
Μετοχή
επεξεργασίαπροσβλημένος, -η, -ο
- που τον έχουν προσβάλλει, που έχει υποστεί προσβολή
- Αισθάνθηκε προσβλημένος από την απρεπή συμπεριφορά τους.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προσβεβλημένος