• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πληγωμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική πληγωμένος πληγωμένη πληγωμένο
γενική πληγωμένου πληγωμένης πληγωμένου
αιτιατική πληγωμένο πληγωμένη πληγωμένο
κλητική πληγωμένε πληγωμένη πληγωμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική πληγωμένοι πληγωμένες πληγωμένα
γενική πληγωμένων πληγωμένων πληγωμένων
αιτιατική πληγωμένους πληγωμένες πληγωμένα
κλητική πληγωμένοι πληγωμένες πληγωμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πληγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πληγώνω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

πληγωμένος, -η, -ο

  • τραυματισμένος σωματικά ή ψυχικά (έμψυχο)
  • μειωμένος, λαβωμένος για συναίσθημα
η πληγωμένη περηφάνια
  • → δείτε τη λέξη πληγώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πληγωμένος
  • αγγλικά : wounded (en)
  • γαλλικά : blessé (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πληγωμένος&oldid=4728416"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:53

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:53.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie