πληγωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πληγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πληγώνω
Μετοχή επεξεργασία
πληγωμένος, -η, -ο
- τραυματισμένος σωματικά ή ψυχικά (έμψυχο)
- μειωμένος, λαβωμένος για συναίσθημα
- η πληγωμένη περηφάνια
- → δείτε τη λέξη πληγώνω