περηφάνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περηφάνια | οι | περηφάνιες |
γενική | της | περηφάνιας | — | |
αιτιατική | την | περηφάνια | τις | περηφάνιες |
κλητική | περηφάνια | περηφάνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περηφάνια < περήφαν(ος) + -εια > -ια με ορθογραφική απλοποίηση[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈfa.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρη‐φά‐νια δείτε και υπερηφάνεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερηφάνια θηλυκό
- λιγότερο επίσημη μορφή του υπερηφάνεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περηφάνια
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περηφάνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας