↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περηφάνια οι περηφάνιες
      γενική της περηφάνιας
    αιτιατική την περηφάνια τις περηφάνιες
     κλητική περηφάνια περηφάνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περηφάνια < περήφαν(ος) + -εια > -ια με ορθογραφική απλοποίηση[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾiˈfa.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρη‐φά‐νια δείτε και υπερηφάνεια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περηφάνια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία