Δείτε επίσης: ὑπερήφανος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περήφανος η περήφανη το περήφανο
      γενική του περήφανου της περήφανης του περήφανου
    αιτιατική τον περήφανο την περήφανη το περήφανο
     κλητική περήφανε περήφανη περήφανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περήφανοι οι περήφανες τα περήφανα
      γενική των περήφανων των περήφανων των περήφανων
    αιτιατική τους περήφανους τις περήφανες τα περήφανα
     κλητική περήφανοι περήφανες περήφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περήφανος < αρχαία ελληνική ὑπερήφανος

  Επίθετο επεξεργασία

περήφανος, -η, -ο

  1. που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια ή έχει ένα αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας, ώστε δεν επιτρέπει να τον υποτιμούν και να τον μειώνουν
    είναι πολύ περήφανος για να δεχτεί ελεημοσύνη
  2. που έχει μεγαλοπρέπεια στην εμφάνιση και στη στάση
    έχει περήφανο παράστημα
  3. που νιώθει ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κάτι που απέκτησε ή που κατάφερε να κάνει, να δημιουργήσει
    είναι περήφανη για την τελευταία δουλειά της
  4. που η στάση και συμπεριφορά του δείχνουν μια υπερβολική αυτοεκτίμηση κι ένα ματαιόδοξο συναίσθημα ανωτερότητας έναντι των άλλων, ο υπερφίαλος, ο αλαζόνας, ο φαντασμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • είναι περήφανος στα αφτιά: αυτός που έχει πρόβλημα ακοής ή προσποιείται ότι δεν ακούει
  • κάνω κάποιον περήφανο: τον ικανοποιώ, τον κάνω να αισθάνεται περηφάνια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία