λαβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λαβώνω < μεσαιωνικό ρήμα που γραφόταν και λαβώννω < αρχαίο ελληνικό λωβάομαι (ακρωτηριάζω) < από την λώβη (αρχ. σήμαινε αναπηρία, όλεθρος)
Ρήμα
επεξεργασία
λαβώνω
- τρυπάω με βέλος ή άλλο όπλο, τραυματίζω
- (μεταφορικά) πληγώνω συναισθηματικά
- ο πόθος λαβώνει αποκοντά κι απομακρά σκοτώνει (Ερωτόκριτος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαβώνω | λάβωνα | θα λαβώνω | να λαβώνω | λαβώνοντας | |
β' ενικ. | λαβώνεις | λάβωνες | θα λαβώνεις | να λαβώνεις | λάβωνε | |
γ' ενικ. | λαβώνει | λάβωνε | θα λαβώνει | να λαβώνει | ||
α' πληθ. | λαβώνουμε | λαβώναμε | θα λαβώνουμε | να λαβώνουμε | ||
β' πληθ. | λαβώνετε | λαβώνατε | θα λαβώνετε | να λαβώνετε | λαβώνετε | |
γ' πληθ. | λαβώνουν(ε) | λάβωναν λαβώναν(ε) |
θα λαβώνουν(ε) | να λαβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάβωσα | θα λαβώσω | να λαβώσω | λαβώσει | ||
β' ενικ. | λάβωσες | θα λαβώσεις | να λαβώσεις | λάβωσε | ||
γ' ενικ. | λάβωσε | θα λαβώσει | να λαβώσει | |||
α' πληθ. | λαβώσαμε | θα λαβώσουμε | να λαβώσουμε | |||
β' πληθ. | λαβώσατε | θα λαβώσετε | να λαβώσετε | λαβώστε | ||
γ' πληθ. | λάβωσαν λαβώσαν(ε) |
θα λαβώσουν(ε) | να λαβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαβώσει | είχα λαβώσει | θα έχω λαβώσει | να έχω λαβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαβώσει | είχες λαβώσει | θα έχεις λαβώσει | να έχεις λαβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαβώσει | είχε λαβώσει | θα έχει λαβώσει | να έχει λαβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαβώσει | είχαμε λαβώσει | θα έχουμε λαβώσει | να έχουμε λαβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαβώσει | είχατε λαβώσει | θα έχετε λαβώσει | να έχετε λαβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαβώσει | είχαν λαβώσει | θα έχουν λαβώσει | να έχουν λαβώσει |
|