Ετυμολογία

επεξεργασία

κατατσακίζω, αόρ.: κατατσάκισα, παθ.φωνή: κατατσακίζομαι, π.αόρ.: κατατσακίστηκα, μτχ.π.π.: κατατσακισμένος

  1. κόβω σε μικρά κομμάτια
     συνώνυμα: καταθρυμματίζω, κατακομματιάζω
  2. κουράζω υπερβολικά
     συνώνυμα: καταβασανίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία