Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσάκιση
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσάκιση
<
τσακίζω
τσακι- +
-ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσάκιση
θηλυκό
(
ενδυμασία
) το σημείο που
τσακίζει
ύφασμα ή ενδυμασία\
η
τσάκιση
του παντελονιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσάκιση
αγγλικά
:
crease
(en)
γαλλικά
:
pli
(fr)