→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσάκιση < τσακίζω τσακι- + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσάκιση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία