Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crease creases

crease (en)

  1. το τσαλάκωμα, μια ακατάστατη γραμμή που γίνεται σε ύφασμα ή χαρτί όταν διπλώνεται χωρίς προσοχή
    ⮡  The sleeve has a crease in it.
    Το μανίκι έχει ένα τσαλάκωμα.
  2. μια καθαρή γραμμή που γίνεται σε κάτι, η τσάκιση στο παντελόνι
    ⮡  pants with a nice crease - παντελόνι με καλή τσάκιση
  3. η ρυτίδα, η ζάρα στο πρόσωπο
    ⮡  a face with deep creases - ένα πρόσωπο με βαθιές ζάρες

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη wrinkle
ενεστώτας crease
γ΄ ενικό ενεστώτα creases
αόριστος creased
παθητική μετοχή creased
ενεργητική μετοχή creasing

crease (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τσακίζω, τσαλακώνω, ζαρώνω, κάνω γραμμές σε πανί ή χαρτί διπλώνοντάς το· αναπτύσσω γραμμές με αυτόν τον τρόπο
    ⮡  I am creasing the newspaper in two/four.
    Τσακίζω την εφημερίδα στα δύο/στα τέσσερα.
    ⮡  This material creases easily.
    Αυτό το ύφασμα τσαλακώνει/ζαρώνει εύκολα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζαρώνω, ρυτιδώνω, κάνω γραμμές στο δέρμα· αναπτύσσω γραμμές στο δέρμα
    ⮡  I am creasing my forehead.
    Ζαρώνω το μέτωπό μου.
    ⮡  The old woman’s face creased into a smile.
    Το πρόσωπό της γριάς ζάρωσε σ' ένα χαμόγελο.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη wrinkle