Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wrinkle wrinkles

wrinkle (en)

  1. η ρυτίδα, μια γραμμή ή μια μικρή πτυχή στο δέρμα σας, ειδικά στο πρόσωπό μου, που σχηματίζεται καθώς μεγαλώνω
    I am getting wrinkles around my eyes.
    Κάνω ρυτίδες γύρω από τα μάτια μου.
  2. (συνήθως πληθυντικός) η ζάρα, μια μικρή πτυχή που δεν θέλω σε ένα κομμάτι ύφασμα ή χαρτί
    I am ironing the wrinkles out of my dress.
    Σιδερώνω τις ζάρες στο φόρεμά μου.

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας wrinkle
γ΄ ενικό ενεστώτα wrinkles
αόριστος wrinkled
παθητική μετοχή wrinkled
ενεργητική μετοχή wrinkling

wrinkle (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρυτιδώνω, τσακίζω, κάνω το δέρμα του προσώπου μου να σχηματίζει γραμμές· γραμμές σχηματίζονται με αυτόν τον τρόπο
    Time and hardships had wrinkled his face.
    Ο χρόνος και τα βάσανα είχαν ρυτιδώσει το πρόσωπό του.
    He’s wrinkling a lot in the face.
    Τσάκισε πολύ στο πρόσωπο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζαρώνω, τσαλακώνω, στραπατσάρω, οι πτυχές ή οι γραμμές σχηματίζονται με ακατάστατο τρόπο· κάνω αυτές τις πτυχές ή τις γραμμές έτσι
    This material wrinkles easily.
    Αυτό το ύφασμα ζαρώνει εύκολα.
    Take care not to wrinkle your shirt.
    Πρόσεχε μην τσαλακώσεις το πουκάμισό σου.
    Linen wrinkles easily.
    Το λινό τσαλακώνει εύκολα.
    Synthetics don’t wrinkle.
    Τα συνθετικά δεν τσαλακώνουν.
    Good fabrics don’t wrinkle.
    Τα καλά υφάσματα δε στραπατσάρουν.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία