wrinkle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wrinkle | wrinkles |
wrinkle (en)
- η ρυτίδα, μια γραμμή ή μια μικρή πτυχή στο δέρμα σας, ειδικά στο πρόσωπό μου, που σχηματίζεται καθώς μεγαλώνω
- ↪ I am getting wrinkles around my eyes.
- Κάνω ρυτίδες γύρω από τα μάτια μου.
- ↪ I am getting wrinkles around my eyes.
- (συνήθως πληθυντικός) η ζάρα, μια μικρή πτυχή που δεν θέλω σε ένα κομμάτι ύφασμα ή χαρτί
- ↪ I am ironing the wrinkles out of my dress.
- Σιδερώνω τις ζάρες στο φόρεμά μου.
- ↪ I am ironing the wrinkles out of my dress.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | wrinkle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wrinkles |
αόριστος | wrinkled |
παθητική μετοχή | wrinkled |
ενεργητική μετοχή | wrinkling |
wrinkle (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρυτιδώνω, τσακίζω, κάνω το δέρμα του προσώπου μου να σχηματίζει γραμμές· γραμμές σχηματίζονται με αυτόν τον τρόπο
- ↪ Time and hardships had wrinkled his face.
- Ο χρόνος και τα βάσανα είχαν ρυτιδώσει το πρόσωπό του.
- ↪ He’s wrinkling a lot in the face.
- Τσάκισε πολύ στο πρόσωπο.
- ↪ Time and hardships had wrinkled his face.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζαρώνω, τσαλακώνω, στραπατσάρω, οι πτυχές ή οι γραμμές σχηματίζονται με ακατάστατο τρόπο· κάνω αυτές τις πτυχές ή τις γραμμές έτσι
- ↪ This material wrinkles easily.
- Αυτό το ύφασμα ζαρώνει εύκολα.
- ↪ Take care not to wrinkle your shirt.
- Πρόσεχε μην τσαλακώσεις το πουκάμισό σου.
- ↪ Linen wrinkles easily.
- Το λινό τσαλακώνει εύκολα.
- ↪ Synthetics don’t wrinkle.
- Τα συνθετικά δεν τσαλακώνουν.
- ↪ Good fabrics don’t wrinkle.
- Τα καλά υφάσματα δε στραπατσάρουν.
- ↪ This material wrinkles easily.