Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crinkle crinkles

crinkle (en)

  • το τσαλάκωμα, μια πολύ λεπτή πτυχή ή γραμμή που γίνεται σε χαρτί, ύφασμα ή δέρμα
    ⮡  The sleeve has a crinkle in it.
    Το μανίκι έχει ένα τσαλάκωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη wrinkle
ενεστώτας crinkle
γ΄ ενικό ενεστώτα crinkles
αόριστος crinkled
παθητική μετοχή crinkled
ενεργητική μετοχή crinkling

crinkle (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • τσαλακώνω, καλύπτομαι ή σχηματίζω πολλές λεπτές πτυχές ή γραμμές, ειδικά σε δέρμα, ύφασμα ή χαρτί
    ⮡  crinkled paper - τσαλακωμένο χαρτί
    ⮡  Be careful not to crinkle your shirt.
    Πρόσεχε μην τσαλακώσεις το πουκάμισό σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη wrinkle