Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαλακώνω < ελληνιστική κοινή ψαλάσσω[1] / ψαλάττω (αγγίζω ελαφρά) + -ώνω < αρχαία ελληνική ψάλλω[2]

τσαλακώνω, πρτ.: τσαλάκωνα, στ.μέλλ.: θα τσαλακώσω, αόρ.: τσαλάκωσα, παθ.φωνή: τσαλακώνομαι, μτχ.π.π.: τσαλακωμένος

  1. (μεταβατικό) διπλώνω χωρίς προσοχή κάτι σε μία ή περισσότερες μεριές, με αποτέλεσμα να μείνει ένα ορατό άσχημο σημάδι
    Αν δεν προσέξεις πώς κάθεσαι, θα τσαλακώσεις τη φρεσκοσιδερωμένη φούστα σου.
  2. (αμετάβατο) έχω την τάση να σχηματίζω δίπλες, ζάρες
    Πρόσεχε αυτό το ύφασμα, τσαλακώνει εύκολα.
     συνώνυμα: τσαλακώνομαι
  3. (μεταβατικό) προκαλώ ζημιά στο αμάξωμα αυτοκινήτου
    Με χτύπησε από πλάγια και μου τσαλάκωσε τον προφυλακτήρα
  4. (μεταφορικά) πλήττω καίρια (το φιλότιμο ή τον εγωισμό κάποιου)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τσαλακώνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.