τσαλακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαλακώνω < ελληνιστική κοινή ψαλάσσω[1] / ψαλάττω (αγγίζω ελαφρά) + -ώνω < αρχαία ελληνική ψάλλω[2]
Ρήμα
επεξεργασίατσαλακώνω, πρτ.: τσαλάκωνα, στ.μέλλ.: θα τσαλακώσω, αόρ.: τσαλάκωσα, παθ.φωνή: τσαλακώνομαι, μτχ.π.π.: τσαλακωμένος
- (μεταβατικό) διπλώνω χωρίς προσοχή κάτι σε μία ή περισσότερες μεριές, με αποτέλεσμα να μείνει ένα ορατό άσχημο σημάδι
- ⮡ Αν δεν προσέξεις πώς κάθεσαι, θα τσαλακώσεις τη φρεσκοσιδερωμένη φούστα σου.
- (αμετάβατο) έχω την τάση να σχηματίζω δίπλες, ζάρες
- ⮡ Πρόσεχε αυτό το ύφασμα, τσαλακώνει εύκολα.
- ≈ συνώνυμα: τσαλακώνομαι
- (μεταβατικό) προκαλώ ζημιά στο αμάξωμα αυτοκινήτου
- ⮡ Με χτύπησε από πλάγια και μου τσαλάκωσε τον προφυλακτήρα
- (μεταφορικά) πλήττω καίρια (το φιλότιμο ή τον εγωισμό κάποιου)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσαλακώνω | τσαλάκωνα | θα τσαλακώνω | να τσαλακώνω | τσαλακώνοντας | |
β' ενικ. | τσαλακώνεις | τσαλάκωνες | θα τσαλακώνεις | να τσαλακώνεις | τσαλάκωνε | |
γ' ενικ. | τσαλακώνει | τσαλάκωνε | θα τσαλακώνει | να τσαλακώνει | ||
α' πληθ. | τσαλακώνουμε | τσαλακώναμε | θα τσαλακώνουμε | να τσαλακώνουμε | ||
β' πληθ. | τσαλακώνετε | τσαλακώνατε | θα τσαλακώνετε | να τσαλακώνετε | τσαλακώνετε | |
γ' πληθ. | τσαλακώνουν(ε) | τσαλάκωναν τσαλακώναν(ε) |
θα τσαλακώνουν(ε) | να τσαλακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσαλάκωσα | θα τσαλακώσω | να τσαλακώσω | τσαλακώσει | ||
β' ενικ. | τσαλάκωσες | θα τσαλακώσεις | να τσαλακώσεις | τσαλάκωσε | ||
γ' ενικ. | τσαλάκωσε | θα τσαλακώσει | να τσαλακώσει | |||
α' πληθ. | τσαλακώσαμε | θα τσαλακώσουμε | να τσαλακώσουμε | |||
β' πληθ. | τσαλακώσατε | θα τσαλακώσετε | να τσαλακώσετε | τσαλακώστε | ||
γ' πληθ. | τσαλάκωσαν τσαλακώσαν(ε) |
θα τσαλακώσουν(ε) | να τσαλακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσαλακώσει | είχα τσαλακώσει | θα έχω τσαλακώσει | να έχω τσαλακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσαλακώσει | είχες τσαλακώσει | θα έχεις τσαλακώσει | να έχεις τσαλακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσαλακώσει | είχε τσαλακώσει | θα έχει τσαλακώσει | να έχει τσαλακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσαλακώσει | είχαμε τσαλακώσει | θα έχουμε τσαλακώσει | να έχουμε τσαλακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσαλακώσει | είχατε τσαλακώσει | θα έχετε τσαλακώσει | να έχετε τσαλακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσαλακώσει | είχαν τσαλακώσει | θα έχουν τσαλακώσει | να έχουν τσαλακώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαλακώνω
- ↑ τσαλακώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.