crush
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | crush |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crushes |
αόριστος | crushed |
παθητική μετοχή | crushed |
ενεργητική μετοχή | crushing |
Ρήμα
επεξεργασίαcrush (en)
- (μεταβατικό) τσαλακώνω, στραπατσάρω, πιέζω κάτι τόσο δυνατά που χαλάει ή χάνει το σχήμα του· πιέζω κάποιον τόσο πολύ που τραυματίζεται
- ⮡ A truck crushed my vehicle.
- Ένα φορτηγό μού τσαλάκωσε το αμάξι.
- ⮡ The bus was badly crushed.
- Το λεωφορείο στραπατσαρίστηκε πολύ.
- ⮡ A truck crushed my vehicle.
- (μεταβατικό) στριμώχνω, σπρώχνω ή πιέζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τσαλακώνω, στραπατσάρω, κάνω κάτι γεμάτο πτυχώσεις ή ζάρες· γίνομαι γεμάτος πτυχώσεις ή ζάρες
- (μεταβατικό) συντρίβω, τσακίζω, χρησιμοποιώ βίαιες μεθόδους για να νικήσω τους ανθρώπους που είναι εναντίον μου
- ⮡ We crushed the rebellion.
- Συντρίψαμε την ανταρσία.
- ⮡ They crushed the enemy/opponent.
- Συνέτριψαν τον εχθρό/αντίπαλο.
- ⮡ The lords crushed the serfs’ rebellion.
- Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπάροικων.
- ⮡ We crushed the rebellion.
- τσαλακώνω, συντρίβω, καταστρέφω την εμπιστοσύνη ή την ευτυχία κάποιου
- ⮡ Our team got crushed yesterday.
- Τσαλακώθηκε η ομάδα μας χτες.
- ⮡ He crushed him with a remark.
- Τον τσαλάκωσε με μια κουβέντα.
- ⮡ They are words that crush human dignity.
- Είναι λόγια που τσαλακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
- ⮡ All our hopes were crushed.
- Όλες μας ελπίδες συντρίφτηκαν.
- ⮡ His death crushed her.
- Τη σύντριψε ο θάνατος του.
- ⮡ Our team got crushed yesterday.