crush
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | crush |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crushes |
αόριστος | crushed |
παθητική μετοχή | crushed |
ενεργητική μετοχή | crushing |
Ρήμα
επεξεργασία
crush (en)
- (μεταβατικό) συνθλίβω, στραπατσάρω, τσαλακώνω, πιέζω κάτι τόσο δυνατά που χαλάει ή χάνει το σχήμα του· συνθλίβω, πιέζω κάποιον τόσο πολύ που τραυματίζεται
- ⮡ The car was crushed in the collision.
- Το αυτοκίνητο συνθλίφτηκε στη σύγκρουση.
- ⮡ The bus was badly crushed.
- Το λεωφορείο στραπατσαρίστηκε πολύ.
- ⮡ A truck crushed my vehicle.
- Ένα φορτηγό μού τσαλάκωσε το αμάξι.
- ⮡ The door crushed his fingers.
- Η πόρτα του συνέθλιψε τα δάχτυλα.
- ⮡ The car was crushed in the collision.
- (μεταβατικό) λιώνω, τρίβω, συνθλίβω, θρυμματίζω, σπάζω κάτι σε μικρά κομμάτια ή σε σκόνη πιέζοντας δυνατά
- ⮡ Crush the garlic and add it to the dish.
- Λιώσε το σκόρδο και πρόσθεσέ το στο φαγητό.
- ⮡ I’m crushing the spices in the mortar.
- Τρίβω τα μπαχαρικά στο γουδί.
- ⮡ I crushed some nuts for the salad.
- Έτριψα λίγους ξηρούς καρπούς για τη σαλάτα.
- ⮡ The olives are crushed to extract the oil.
- Οι ελιές συνθλίβονται για να βγάλουν το λάδι.
- ⮡ I want a cocktail with crushed ice.
- Θέλω ένα κοκτέιλ με θρυμματισμένο πάγο.
- ⮡ The ice was crushed into very small pieces.
- Ο πάγος θρυμματίστηκε σε πολύ μικρά κομμάτια.
- ⮡ Crush the garlic and add it to the dish.
- (μεταβατικό) στριμώχνω, σπρώχνω ή πιέζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τσαλακώνω, στραπατσάρω, κάνω κάτι γεμάτο πτυχώσεις ή ζάρες· γίνομαι γεμάτος πτυχώσεις ή ζάρες
- (μεταβατικό) συντρίβω, τσακίζω, χρησιμοποιώ βίαιες μεθόδους για να νικήσω τους ανθρώπους που είναι εναντίον μου
- ⮡ We crushed the rebellion.
- Συντρίψαμε την ανταρσία.
- ⮡ They crushed the enemy/opponent.
- Συνέτριψαν τον εχθρό/αντίπαλο.
- ⮡ The lords crushed the serfs’ rebellion.
- Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπάροικων.
- ⮡ We crushed the rebellion.
- (μεταβατικό) τσαλακώνω, συντρίβω, τσακίζω, καταστρέφω την εμπιστοσύνη ή την ευτυχία κάποιου
- ⮡ Our team got crushed yesterday.
- Τσαλακώθηκε η ομάδα μας χτες.
- ⮡ He crushed him with a remark.
- Τον τσαλάκωσε με μια κουβέντα.
- ⮡ They are words that crush human dignity.
- Είναι λόγια που τσαλακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
- ⮡ All our hopes were crushed.
- Όλες μας ελπίδες συντρίφτηκαν.
- ⮡ His death crushed her.
- Τη σύντριψε ο θάνατος του.
- ⮡ The news crushed her.
- Την τσάκισαν τα νέα.
- ⮡ Our team got crushed yesterday.