ενεστώτας crush
γ΄ ενικό ενεστώτα crushes
αόριστος crushed
παθητική μετοχή crushed
ενεργητική μετοχή crushing

crush (en)

  1. (μεταβατικό) τσαλακώνω, στραπατσάρω, πιέζω κάτι τόσο δυνατά που χαλάει ή χάνει το σχήμα του· πιέζω κάποιον τόσο πολύ που τραυματίζεται
    ⮡  A truck crushed my vehicle.
    Ένα φορτηγό μού τσαλάκωσε το αμάξι.
    ⮡  The bus was badly crushed.
    Το λεωφορείο στραπατσαρίστηκε πολύ.
  2. (μεταβατικό) στριμώχνω, σπρώχνω ή πιέζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο
    ⮡  We can’t crush any more people in here.
    Δεν μπορούμε να στριμώξουμε κι άλλο κόσμο εδώ μέσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) τσαλακώνω, στραπατσάρω, κάνω κάτι γεμάτο πτυχώσεις ή ζάρες· γίνομαι γεμάτος πτυχώσεις ή ζάρες
    ⮡  He crushed the letter in his palm.
    Τσαλάκωσε το γράμμα στη χούφτα του.
    ⮡  You crushed your coat.
    Το στραπατσάρισες το παλτό σου.
     συνώνυμα: crumple
  4. (μεταβατικό) συντρίβω, τσακίζω, χρησιμοποιώ βίαιες μεθόδους για να νικήσω τους ανθρώπους που είναι εναντίον μου
    ⮡  We crushed the rebellion.
    Συντρίψαμε την ανταρσία.
    ⮡  They crushed the enemy/opponent.
    Συνέτριψαν τον εχθρό/αντίπαλο.
    ⮡  The lords crushed the serfs’ rebellion.
    Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπάροικων.
  5. τσαλακώνω, συντρίβω, καταστρέφω την εμπιστοσύνη ή την ευτυχία κάποιου
    ⮡  Our team got crushed yesterday.
    Τσαλακώθηκε η ομάδα μας χτες.
    ⮡  He crushed him with a remark.
    Τον τσαλάκωσε με μια κουβέντα.
    ⮡  They are words that crush human dignity.
    Είναι λόγια που τσαλακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
    ⮡  All our hopes were crushed.
    Όλες μας ελπίδες συντρίφτηκαν.
    ⮡  His death crushed her.
    Τη σύντριψε ο θάνατος του.