ενεστώτας crush
γ΄ ενικό ενεστώτα crushes
αόριστος crushed
παθητική μετοχή crushed
ενεργητική μετοχή crushing

crush (en)

  1. (μεταβατικό) συνθλίβω, στραπατσάρω, τσαλακώνω, πιέζω κάτι τόσο δυνατά που χαλάει ή χάνει το σχήμα του· συνθλίβω, πιέζω κάποιον τόσο πολύ που τραυματίζεται
      The car was crushed in the collision.
    Το αυτοκίνητο συνθλίφτηκε στη σύγκρουση.
      The bus was badly crushed.
    Το λεωφορείο στραπατσαρίστηκε πολύ.
      A truck crushed my vehicle.
    Ένα φορτηγό μού τσαλάκωσε το αμάξι.
      The door crushed his fingers.
    Η πόρτα του συνέθλιψε τα δάχτυλα.
  2. (μεταβατικό) λιώνω, τρίβω, συνθλίβω, θρυμματίζω, σπάζω κάτι σε μικρά κομμάτια ή σε σκόνη πιέζοντας δυνατά
      Crush the garlic and add it to the dish.
    Λιώσε το σκόρδο και πρόσθεσέ το στο φαγητό.
      I’m crushing the spices in the mortar.
    Τρίβω τα μπαχαρικά στο γουδί.
      I crushed some nuts for the salad.
    Έτριψα λίγους ξηρούς καρπούς για τη σαλάτα.
      The olives are crushed to extract the oil.
    Οι ελιές συνθλίβονται για να βγάλουν το λάδι.
      I want a cocktail with crushed ice.
    Θέλω ένα κοκτέιλ με θρυμματισμένο πάγο.
      The ice was crushed into very small pieces.
    Ο πάγος θρυμματίστηκε σε πολύ μικρά κομμάτια.
  3. (μεταβατικό) στριμώχνω, σπρώχνω ή πιέζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο
      We can’t crush any more people in here.
    Δεν μπορούμε να στριμώξουμε κι άλλο κόσμο εδώ μέσα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη squeeze
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) τσαλακώνω, στραπατσάρω, κάνω κάτι γεμάτο πτυχώσεις ή ζάρες· γίνομαι γεμάτος πτυχώσεις ή ζάρες
      He crushed the letter in his palm.
    Τσαλάκωσε το γράμμα στη χούφτα του.
      You crushed your coat.
    Το στραπατσάρισες το παλτό σου.
     συνώνυμα: crumple
  5. (μεταβατικό) συντρίβω, τσακίζω, χρησιμοποιώ βίαιες μεθόδους για να νικήσω τους ανθρώπους που είναι εναντίον μου
      We crushed the rebellion.
    Συντρίψαμε την ανταρσία.
      They crushed the enemy/opponent.
    Συνέτριψαν τον εχθρό/αντίπαλο.
      The lords crushed the serfs’ rebellion.
    Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπάροικων.
  6. (μεταβατικό) τσαλακώνω, συντρίβω, τσακίζω, καταστρέφω την εμπιστοσύνη ή την ευτυχία κάποιου
      Our team got crushed yesterday.
    Τσαλακώθηκε η ομάδα μας χτες.
      He crushed him with a remark.
    Τον τσαλάκωσε με μια κουβέντα.
      They are words that crush human dignity.
    Είναι λόγια που τσαλακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
      All our hopes were crushed.
    Όλες μας ελπίδες συντρίφτηκαν.
      His death crushed her.
    Τη σύντριψε ο θάνατος του.
      The news crushed her.
    Την τσάκισαν τα νέα.