Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
squeeze squeezes

squeeze (en)

  1. η πίεση, πιεστική κατάσταση
  2. ένα πολύ στενό πέρασμα
  3. το σφίξιμο (χειρονομία)
ενεστώτας squeeze
γ΄ ενικό ενεστώτα squeezes
αόριστος squeezed
παθητική μετοχή squeezed
ενεργητική μετοχή squeezing

squeeze (en)

  1. πιέζω, ζουλάω
  2. (μεταβατικό) στύβω, βγάζω υγρό από κάτι πιέζοντάς το ή στρίβοντάς το δυνατά
    ⮡  I am squeezing an orange and a mandarin to make a nice juice.
    Στύβω πορτοκάλι και μανταρίνι για να φτιάξω έναν ωραίο χυμό.
    ⮡  I squeeze the juice out of a lemon.
    Βγάζω το χυμό από ένα λεμόνι.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, χώνω, αναγκάζω κάποιον, τον εαυτό μου ή κάτι να μπει ή να περάσει από ένα μικρό χώρο
    ⮡  We can’t squeeze any more people in here.
    Δεν μπορούμε να στριμώξουμε κι άλλο κόσμο εδώ μέσα.
    ⮡  They all tried to squeeze into the front seats.
    Προσπάθησαν όλοι να στριμωχτούν στα μπροστινά καθίσματα.
    ⮡  We all squeezed into the Mini.
    Στριμωχτήκαμε όλοι μέσα στο Μίνι.
    ⮡  She squeezed as many clothes as she could into her suitcase.
    Στρίμωξε όσα ρούχα μπορούσε στη βαλίτσα της.
    ⮡  Squeeze in a little bit to make some room.
    Στριμωχτείτε λίγο να κάνουμε χώρο.
    ⮡  He squeezed through an opening in the fence.
    Χώθηκε μέσα από ένα άνοιγμα στο φράχτη.
     συνώνυμα:  cram, crowd, crush, huddle, jam, pack, press, shove, squash και stuff
  4. (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
    ⮡  I squeeze someone’s hand.
    Σφίγγω το χέρι κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  5. (μεταφορικά) πιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον μεταξύ δύο διαφορετικών καταστάσεων
  6. τραβώ με δυσκολία κάτι για να το βγάλω από κάπου