squeeze
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
squeeze | squeezes |
squeeze (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | squeeze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | squeezes |
αόριστος | squeezed |
παθητική μετοχή | squeezed |
ενεργητική μετοχή | squeezing |
squeeze (en)
- πιέζω, ζουλάω
- (μεταβατικό) στύβω, βγάζω υγρό από κάτι πιέζοντάς το ή στρίβοντάς το δυνατά
- ⮡ I am squeezing an orange and a mandarin to make a nice juice.
- Στύβω πορτοκάλι και μανταρίνι για να φτιάξω έναν ωραίο χυμό.
- ⮡ I squeeze the juice out of a lemon.
- Βγάζω το χυμό από ένα λεμόνι.
- ⮡ I am squeezing an orange and a mandarin to make a nice juice.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, χώνω, αναγκάζω κάποιον, τον εαυτό μου ή κάτι να μπει ή να περάσει από ένα μικρό χώρο
- ⮡ We can’t squeeze any more people in here.
- Δεν μπορούμε να στριμώξουμε κι άλλο κόσμο εδώ μέσα.
- ⮡ They all tried to squeeze into the front seats.
- Προσπάθησαν όλοι να στριμωχτούν στα μπροστινά καθίσματα.
- ⮡ We all squeezed into the Mini.
- Στριμωχτήκαμε όλοι μέσα στο Μίνι.
- ⮡ She squeezed as many clothes as she could into her suitcase.
- Στρίμωξε όσα ρούχα μπορούσε στη βαλίτσα της.
- ⮡ Squeeze in a little bit to make some room.
- Στριμωχτείτε λίγο να κάνουμε χώρο.
- ⮡ He squeezed through an opening in the fence.
- Χώθηκε μέσα από ένα άνοιγμα στο φράχτη.
- ≈ συνώνυμα: cram, crowd, crush, huddle, jam, pack, press, shove, squash και stuff
- ⮡ We can’t squeeze any more people in here.
- (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
- (μεταφορικά) πιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον μεταξύ δύο διαφορετικών καταστάσεων
- τραβώ με δυσκολία κάτι για να το βγάλω από κάπου
Πηγές
επεξεργασία- squeeze (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- squeeze (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω