Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jam jams

jam (en)

  1. η μαρμελάδα
  2. το κυκλοφοριακό, το μποτιλιάρισμα, κυκλοφοριακή συμφόρηση, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
    ⮡  Jams often happen during the hours of peak traffic.
    Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam
ενεστώτας jam
γ΄ ενικό ενεστώτα jams
αόριστος jammed
παθητική μετοχή jammed
ενεργητική μετοχή jamming

jam (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κολλάω, σφίγγω, πιάνομαι, σφηνώνω, φρακάρω, δεν μπορώ να κινηθώ ή να δουλεύω· κάνω κάτι να μην μπορεί να κινηθεί ή να δουλέψει
    ⮡  The key was jammed in the lock.
    Το κλειδί κόλλησε στην κλειδαριά.
    ⮡  The drawer is jammed and won't open.
    Το συρτάρι έσφιξε και δεν ανοίγει.
    ⮡  His hand got jammed between the two boxes/in the hole.
    Το χέρι του πιάστηκε/σφηνώθηκε ανάμεσα στα δυο κιβώτια/μεσ' στην τρύπα.
    ⮡  The brakes jammed and the car skidded badly.
    Τα φρένα φράκαραν/κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
    ⮡  The door jammed and won’t open.
    Η πόρτα φράκαρε και δεν ανοίγει.
     συνώνυμα: stick
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, χώνω, βάζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο όπου υπάρχει πολύ λίγος χώρος για κίνηση
    ⮡  We’re jammed into the crowd.
    Είμαστε στριμωγμένοι μέσα στο πλήθος.
    ⮡  She jammed all her clothes into a bag.
    Έχωσε όλα της τα ρούχα σε μια τσάντα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
  3. (μεταβατικό) φρακάρω, γεμίζω κάτι με μεγάλο αριθμό ανθρώπων ή πραγμάτων έτσι ώστε να μην μπορεί να λειτουργήσει όπως θα έπρεπε
    ⮡  The streets were jammed with traffic.
    Οι δρόμοι ήταν φρακαρισμένοι από την κυκλοφορία.
    ⮡  The corridors were jammed with schoolchildren.
    Οι διάδρομοι ήταν ασφυκτικά γεμάτοι από μαθητούδια.
  4. (μεταβατικό) παρεμβάλλω παράσιτα
    ⮡  I am jamming the enemy stations during the war.
    Παρεμβάλλω παράσιτα στους εχθρικούς σταθμούς στον πόλεμο.



  Επίρρημα

επεξεργασία

jam (eo)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jam (id)



  Επίρρημα

επεξεργασία

jam (la)

  1. ήδη