• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

jam

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Δείτε επίσης
    • 1.2 Ρήμα
  • 2 Εσπεράντο (eo)
    • 2.1 Επίρρημα
  • 3 Ινδονησιακά (id)
    • 3.1 Ουσιαστικό
  • 4 Λατινικά (la)
    • 4.1 Επίρρημα

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
jam jams

jam (en)

  1. μαρμελάδα
  2. μποτιλιάρισμα
    ≈ συνώνυμα: bottleneck

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Jam (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας jam
γ΄ ενικό ενεστώτα jams
αόριστος jammed
παθητική μετοχή jammed
ενεργητική μετοχή jamming

jam (en)

  • κολλάω
    ↪ The key was jammed in the lock.
    Το κλειδί κόλλησε στην κλειδαριά.
  1. ≈ συνώνυμα: get stuck

Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

jam (eo)

  • ήδη



Ινδονησιακά (id)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

jam (id)

  • ρολόι



Λατινικά (la)Επεξεργασία

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

jam (la)

  1. ήδη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=jam&oldid=5623711"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Νοεμβρίου 2022, στις 01:16
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Νοεμβρίου 2022, στις 01:16.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie