jam
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jam | jams |
jam (en)
- η μαρμελάδα
- το κυκλοφοριακό, το μποτιλιάρισμα, κυκλοφοριακή συμφόρηση, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
- ⮡ Jams often happen during the hours of peak traffic.
- Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam
- ⮡ Jams often happen during the hours of peak traffic.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | jam |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jams |
αόριστος | jammed |
παθητική μετοχή | jammed |
ενεργητική μετοχή | jamming |
jam (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κολλάω, σφίγγω, πιάνομαι, σφηνώνω, φρακάρω, δεν μπορώ να κινηθώ ή να δουλεύω· κάνω κάτι να μην μπορεί να κινηθεί ή να δουλέψει
- ⮡ The key was jammed in the lock.
- Το κλειδί κόλλησε στην κλειδαριά.
- ⮡ The drawer is jammed and won't open.
- Το συρτάρι έσφιξε και δεν ανοίγει.
- ⮡ His hand got jammed between the two boxes/in the hole.
- Το χέρι του πιάστηκε/σφηνώθηκε ανάμεσα στα δυο κιβώτια/μεσ' στην τρύπα.
- ⮡ The brakes jammed and the car skidded badly.
- Τα φρένα φράκαραν/κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
- ⮡ The door jammed and won’t open.
- Η πόρτα φράκαρε και δεν ανοίγει.
- ≈ συνώνυμα: stick
- ⮡ The key was jammed in the lock.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, χώνω, βάζω κάποιον ή κάτι σε ένα μικρό χώρο όπου υπάρχει πολύ λίγος χώρος για κίνηση
- (μεταβατικό) φρακάρω, γεμίζω κάτι με μεγάλο αριθμό ανθρώπων ή πραγμάτων έτσι ώστε να μην μπορεί να λειτουργήσει όπως θα έπρεπε
- ⮡ The streets were jammed with traffic.
- Οι δρόμοι ήταν φρακαρισμένοι από την κυκλοφορία.
- ⮡ The corridors were jammed with schoolchildren.
- Οι διάδρομοι ήταν ασφυκτικά γεμάτοι από μαθητούδια.
- ⮡ The streets were jammed with traffic.
- (μεταβατικό) παρεμβάλλω παράσιτα
- ⮡ I am jamming the enemy stations during the war.
- Παρεμβάλλω παράσιτα στους εχθρικούς σταθμούς στον πόλεμο.
- ⮡ I am jamming the enemy stations during the war.
Πηγές
επεξεργασία- jam (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- jam (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. σφίγγω. ISBN 9780194325684., λήμμα: 857-858
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαjam (eo)
Ινδονησιακά (id)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjam (id)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαjam (la)