χώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χώνω < ελληνιστική κοινή χώννυμι, αόριστος ἔχωσα < αρχαία ελληνική χόω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαχώνω, αόρ.: έχωσα, παθ.φωνή: χώνομαι, π.αόρ.: χώθηκα, μτχ.π.π.: χωμένος
- βάζω κάτι βαθιά μέσα σε κάτι άλλο
- ⮡ έχωσε τα λεφτά στην τσέπη
- ⮡ χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα
- ⮡ χώθηκε κάτω από δυο μέτρα χιόνι
- μπήγω
- ⮡ του έχωσε ένα μαχαίρι στην καρδιά
- ⮡ το μαχαίρι χώθηκε μέχρι το κόκκαλο
- κρύβω κάτι βαθιά μέσα σε κάτι άλλο
- ⮡ κάπου έχωσα το φάκελο και δεν μπορώ να τον βρω
- τοποθετώ κάτι βιαστικά μέσα σε κάτι άλλο
- θάβω
- ⮡ τον χώσανε: τον έθαψαν
- καταφέρνω εκτελώ αυτοβούλως και επιτυχημένα μία δραστηριότητα με αυθόρμητο τρόπο, με σκοπό την προσωπική ικανοποίηση,
- ⮡ το έχωσα το γκομενάκι (αργκό): το έριξα
- κάνω
- ⮡ τι χώνεις; (αργκό) : τι κάνεις;
- → και δείτε την παθητική φωνή χώνομαι
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χώνω | έχωνα | θα χώνω | να χώνω | χώνοντας | |
β' ενικ. | χώνεις | έχωνες | θα χώνεις | να χώνεις | χώνε | |
γ' ενικ. | χώνει | έχωνε | θα χώνει | να χώνει | ||
α' πληθ. | χώνουμε | χώναμε | θα χώνουμε | να χώνουμε | ||
β' πληθ. | χώνετε | χώνατε | θα χώνετε | να χώνετε | χώνετε | |
γ' πληθ. | χώνουν(ε) | έχωναν χώναν(ε) |
θα χώνουν(ε) | να χώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έχωσα | θα χώσω | να χώσω | χώσει | ||
β' ενικ. | έχωσες | θα χώσεις | να χώσεις | χώσε | ||
γ' ενικ. | έχωσε | θα χώσει | να χώσει | |||
α' πληθ. | χώσαμε | θα χώσουμε | να χώσουμε | |||
β' πληθ. | χώσατε | θα χώσετε | να χώσετε | χώστε | ||
γ' πληθ. | έχωσαν χώσαν(ε) |
θα χώσουν(ε) | να χώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χώσει | είχα χώσει | θα έχω χώσει | να έχω χώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χώσει | είχες χώσει | θα έχεις χώσει | να έχεις χώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χώσει | είχε χώσει | θα έχει χώσει | να έχει χώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χώσει | είχαμε χώσει | θα έχουμε χώσει | να έχουμε χώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χώσει | είχατε χώσει | θα έχετε χώσει | να έχετε χώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χώσει | είχαν χώσει | θα έχουν χώσει | να έχουν χώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χωμένος - είμαστε, είστε, είναι χωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χωμένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χώνομαι | χωνόμουν(α) | θα χώνομαι | να χώνομαι | ||
β' ενικ. | χώνεσαι | χωνόσουν(α) | θα χώνεσαι | να χώνεσαι | ||
γ' ενικ. | χώνεται | χωνόταν(ε) | θα χώνεται | να χώνεται | ||
α' πληθ. | χωνόμαστε | χωνόμαστε χωνόμασταν |
θα χωνόμαστε | να χωνόμαστε | ||
β' πληθ. | χώνεστε | χωνόσαστε χωνόσασταν |
θα χώνεστε | να χώνεστε | (χώνεστε) | |
γ' πληθ. | χώνονται | χώνονταν χωνόντουσαν |
θα χώνονται | να χώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χώθηκα | θα χωθώ | να χωθώ | χωθεί | ||
β' ενικ. | χώθηκες | θα χωθείς | να χωθείς | χώσου | ||
γ' ενικ. | χώθηκε | θα χωθεί | να χωθεί | |||
α' πληθ. | χωθήκαμε | θα χωθούμε | να χωθούμε | |||
β' πληθ. | χωθήκατε | θα χωθείτε | να χωθείτε | χωθείτε | ||
γ' πληθ. | χώθηκαν χωθήκαν(ε) |
θα χωθούν(ε) | να χωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χωθεί | είχα χωθεί | θα έχω χωθεί | να έχω χωθεί | χωμένος | |
β' ενικ. | έχεις χωθεί | είχες χωθεί | θα έχεις χωθεί | να έχεις χωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χωθεί | είχε χωθεί | θα έχει χωθεί | να έχει χωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χωθεί | είχαμε χωθεί | θα έχουμε χωθεί | να έχουμε χωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χωθεί | είχατε χωθεί | θα έχετε χωθεί | να έχετε χωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χωθεί | είχαν χωθεί | θα έχουν χωθεί | να έχουν χωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χωμένος - είμαστε, είστε, είναι χωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- χώνω < ελληνιστική κοινή χώννυμι, αόριστος ἔχωσα < αρχαία ελληνική χόω
Ρήμα
επεξεργασίαχώνω