Ετυμολογία

επεξεργασία
χώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χώνω < ελληνιστική κοινή χώννυμι, αόριστος ἔχωσα < αρχαία ελληνική χόω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χώ‐νω

χώνω, αόρ.: έχωσα, παθ.φωνή: χώνομαι, π.αόρ.: χώθηκα, μτχ.π.π.: χωμένος

  1. βάζω κάτι βαθιά μέσα σε κάτι άλλο
    ⮡  έχωσε τα λεφτά στην τσέπη
    ⮡  χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα
    ⮡  χώθηκε κάτω από δυο μέτρα χιόνι
  2. μπήγω
    ⮡  του έχωσε ένα μαχαίρι στην καρδιά
    ⮡  το μαχαίρι χώθηκε μέχρι το κόκκαλο
  3. κρύβω κάτι βαθιά μέσα σε κάτι άλλο
    ⮡  κάπου έχωσα το φάκελο και δεν μπορώ να τον βρω
  4. τοποθετώ κάτι βιαστικά μέσα σε κάτι άλλο
    ⮡  έχωσε τα χαρτιά μέσα στο συρτάρι κι έφυγε
     συνώνυμα: παραχώνω
  5. θάβω
    ⮡  τον χώσανε: τον έθαψαν
  6. καταφέρνω εκτελώ αυτοβούλως και επιτυχημένα μία δραστηριότητα με αυθόρμητο τρόπο, με σκοπό την προσωπική ικανοποίηση,
    ⮡  το έχωσα το γκομενάκι (αργκό): το έριξα
  7. κάνω
    ⮡  τι χώνεις; (αργκό) : τι κάνεις;
  8. → και δείτε την παθητική φωνή χώνομαι
     συνώνυμα: ανακατεύομαι, χώνω τη μύτη μου

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
χώνω < ελληνιστική κοινή χώννυμι, αόριστος ἔχωσα < αρχαία ελληνική χόω

χώνω