Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈxo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐χώ‐νω

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

παραχώνω < παρα- (< παρά) + χώνω. Διαφορετική η αρχαία ελληνική παραχώννυμι[1]

  Ρήμα επεξεργασία

παραχώνω, αόρ.: παράχωσα, παθ.φωνή: παραχώνομαι, π.αόρ.: παραχώθηκα, μτχ.π.π.: παραχωμένος

  1. χώνω κάτι πολύ βαθιά στο έδαφος
  2. (μεταφορικά, συνήθως μειωτικά) ενταφιάζω, θάβω
  3. (μεταφορικά) τοποθετώ κάτι ανάμεσα σε άλλα πράγματα με σκοπό να το κρύψω
     συνώνυμα: καταχωνιάζω, κρύβω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

παραχώνω < παρα- (< πάρα) + χώνω

  Ρήμα επεξεργασία

παραχώνω, αόρ.: παράχωσα/παραέχωσα, παθ.φωνή: παραχώνομαι, π.αόρ.: παραχώθηκα, μτχ.π.π.: παραχωμένος

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία