παραχώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈxo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐χώ‐νω
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- παραχώνω < παρα- (< παρά) + χώνω. Διαφορετική η αρχαία ελληνική παραχώννυμι[1]
Ρήμα
επεξεργασίαπαραχώνω, αόρ.: παράχωσα, παθ.φωνή: παραχώνομαι, π.αόρ.: παραχώθηκα, μτχ.π.π.: παραχωμένος
- χώνω κάτι πολύ βαθιά στο έδαφος
- (μεταφορικά, συνήθως μειωτικά) ενταφιάζω, θάβω
- (μεταφορικά) τοποθετώ κάτι ανάμεσα σε άλλα πράγματα με σκοπό να το κρύψω
- ≈ συνώνυμα: καταχωνιάζω, κρύβω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραχώνω | παράχωνα | θα παραχώνω | να παραχώνω | παραχώνοντας | |
β' ενικ. | παραχώνεις | παράχωνες | θα παραχώνεις | να παραχώνεις | παράχωνε | |
γ' ενικ. | παραχώνει | παράχωνε | θα παραχώνει | να παραχώνει | ||
α' πληθ. | παραχώνουμε | παραχώναμε | θα παραχώνουμε | να παραχώνουμε | ||
β' πληθ. | παραχώνετε | παραχώνατε | θα παραχώνετε | να παραχώνετε | παραχώνετε | |
γ' πληθ. | παραχώνουν(ε) | παράχωναν παραχώναν(ε) |
θα παραχώνουν(ε) | να παραχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παράχωσα | θα παραχώσω | να παραχώσω | παραχώσει | ||
β' ενικ. | παράχωσες | θα παραχώσεις | να παραχώσεις | παράχωσε | ||
γ' ενικ. | παράχωσε | θα παραχώσει | να παραχώσει | |||
α' πληθ. | παραχώσαμε | θα παραχώσουμε | να παραχώσουμε | |||
β' πληθ. | παραχώσατε | θα παραχώσετε | να παραχώσετε | παραχώστε | ||
γ' πληθ. | παράχωσαν παραχώσαν(ε) |
θα παραχώσουν(ε) | να παραχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραχώσει | είχα παραχώσει | θα έχω παραχώσει | να έχω παραχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραχώσει | είχες παραχώσει | θα έχεις παραχώσει | να έχεις παραχώσει | έχε παραχωμένο | |
γ' ενικ. | έχει παραχώσει | είχε παραχώσει | θα έχει παραχώσει | να έχει παραχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραχώσει | είχαμε παραχώσει | θα έχουμε παραχώσει | να έχουμε παραχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραχώσει | είχατε παραχώσει | θα έχετε παραχώσει | να έχετε παραχώσει | έχετε παραχωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραχώσει | είχαν παραχώσει | θα έχουν παραχώσει | να έχουν παραχώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραχωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραχωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραχωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραχωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραχώνομαι | παραχωνόμουν(α) | θα παραχώνομαι | να παραχώνομαι | ||
β' ενικ. | παραχώνεσαι | παραχωνόσουν(α) | θα παραχώνεσαι | να παραχώνεσαι | ||
γ' ενικ. | παραχώνεται | παραχωνόταν(ε) | θα παραχώνεται | να παραχώνεται | ||
α' πληθ. | παραχωνόμαστε | παραχωνόμαστε παραχωνόμασταν |
θα παραχωνόμαστε | να παραχωνόμαστε | ||
β' πληθ. | παραχώνεστε | παραχωνόσαστε παραχωνόσασταν |
θα παραχώνεστε | να παραχώνεστε | (παραχώνεστε) | |
γ' πληθ. | παραχώνονται | παραχώνονταν παραχωνόντουσαν |
θα παραχώνονται | να παραχώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραχώθηκα | θα παραχωθώ | να παραχωθώ | παραχωθεί | ||
β' ενικ. | παραχώθηκες | θα παραχωθείς | να παραχωθείς | παραχώσου | ||
γ' ενικ. | παραχώθηκε | θα παραχωθεί | να παραχωθεί | |||
α' πληθ. | παραχωθήκαμε | θα παραχωθούμε | να παραχωθούμε | |||
β' πληθ. | παραχωθήκατε | θα παραχωθείτε | να παραχωθείτε | παραχωθείτε | ||
γ' πληθ. | παραχώθηκαν παραχωθήκαν(ε) |
θα παραχωθούν(ε) | να παραχωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραχωθεί | είχα παραχωθεί | θα έχω παραχωθεί | να έχω παραχωθεί | παραχωμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραχωθεί | είχες παραχωθεί | θα έχεις παραχωθεί | να έχεις παραχωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραχωθεί | είχε παραχωθεί | θα έχει παραχωθεί | να έχει παραχωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραχωθεί | είχαμε παραχωθεί | θα έχουμε παραχωθεί | να έχουμε παραχωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραχωθεί | είχατε παραχωθεί | θα έχετε παραχωθεί | να έχετε παραχωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραχωθεί | είχαν παραχωθεί | θα έχουν παραχωθεί | να έχουν παραχωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παραχωμένος - είμαστε, είστε, είναι παραχωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παραχωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παραχωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παραχωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παραχωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παραχωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παραχωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία (άλλες σημασίες)
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραχώνω, αόρ.: παράχωσα/παραέχωσα, παθ.φωνή: παραχώνομαι, π.αόρ.: παραχώθηκα, μτχ.π.π.: παραχωμένος
- (επιτατικό ρήμα, μεταφορικά) συνήθως παθητικό → δείτε τη λέξη παραχώνομαι
- όπως στην έκφραση: παραχώνω τη μύτη μου < χώνω τη μύτη μου
Κλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παραχώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας