Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραχώσιμο τα παραχωσίματα
      γενική του παραχωσίματος των παραχωσιμάτων
    αιτιατική το παραχώσιμο τα παραχωσίματα
     κλητική παραχώσιμο παραχωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραχώσιμο < (παραχώνω) παρα-χωσ- + -ιμο. [1] → δείτε και τη λέξη χώσιμο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈxo.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐χώ‐σι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραχώσιμο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χώσιμο, παραχώνω, παρά και χώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «παραχώνω» (& παραχώσιμο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)