ενταφιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενταφιασμός < (ελληνιστική κοινή) ἐνταφιασμός < ἐνταφιάζω < αρχαία ελληνική τάφος < θάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰembʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενταφιασμός αρσενικό
- η ταφή, το θάψιμο
- (μεταφορικά) το οριστικό κλείσιμο μιας υπόθεσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενταφιασμός