ενταφίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενταφίαση | οι | ενταφιάσεις |
γενική | της | ενταφίασης* | των | ενταφιάσεων |
αιτιατική | την | ενταφίαση | τις | ενταφιάσεις |
κλητική | ενταφίαση | ενταφιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενταφιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενταφίαση < ελληνιστική κοινή ἐνταφίασις < ἐνταφιάζω < αρχαία ελληνική τάφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενταφίαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενταφιάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενταφίαση
|