θάψιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θάψιμο | τα | θαψίματα |
γενική | του | θαψίματος | των | θαψιμάτων |
αιτιατική | το | θάψιμο | τα | θαψίματα |
κλητική | θάψιμο | θαψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθάψιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του θάβω, η ταφή
- (μεταφορικά) η κακολογία, η επικριτική συζήτηση για έναν άνθρωπο ενώ αυτός απουσιάζει