επικριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικριτικός < ελληνιστική κοινή ἐπικριτικός
Επίθετο
επεξεργασίαεπικριτικός
- που έχει σχέση με την επίκριση ή αναφέρεται σ' αυτή
- (για πρόσωπα) αυτός που συνηθίζει να επικρίνει τους άλλους για οτιδήποτε
Συγγενικά
επεξεργασία- επικριτικά
- → δείτε τις λέξεις επικρίνω και κρίνω