Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικριτικός η επικριτική το επικριτικό
      γενική του επικριτικού της επικριτικής του επικριτικού
    αιτιατική τον επικριτικό την επικριτική το επικριτικό
     κλητική επικριτικέ επικριτική επικριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικριτικοί οι επικριτικές τα επικριτικά
      γενική των επικριτικών των επικριτικών των επικριτικών
    αιτιατική τους επικριτικούς τις επικριτικές τα επικριτικά
     κλητική επικριτικοί επικριτικές επικριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικριτικός < ελληνιστική κοινή ἐπικριτικός

  Επίθετο επεξεργασία

επικριτικός

  1. που έχει σχέση με την επίκριση ή αναφέρεται σ' αυτή
  2. (για πρόσωπα) αυτός που συνηθίζει να επικρίνει τους άλλους για οτιδήποτε

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία