Ετυμολογία

επεξεργασία
enterrement < enterrer

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
enterrement enterrements

enterrement (fr) αρσενικό

  1. η ταφή, ο ενταφιασμός
    Enterrement sans pompe.
    Enterrement religieux.
    Enterrement civil.
    Aller à l’enterrement d’une personne.
    Être prié à un enterrement.
    Billet d’enterrement.
    Assister à un enterrement.
     συνώνυμα: ensevelissement, inhumation
  2. η κηδεία
    Voir passer un enterrement.
    Être d’un enterrement.
    Être d’enterrement.
     συνώνυμα: convoi, funérailles, obsèques
  3. (οικείο) θλιβερός, βλοσυρός
    Une figure d’enterrement - ένα θλιβερό, βλοσυρό πρόσωπο
  4. (οικείο) η οριστική εγκατάλειψη
    l’enterrement d’un projet. - ο ενταφιασμός ενός σχεδίου
     συνώνυμα: effondrement, fin, mort

Αντώνυμα

επεξεργασία