↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλοσυρός η βλοσυρή το βλοσυρό
      γενική του βλοσυρού της βλοσυρής του βλοσυρού
    αιτιατική τον βλοσυρό τη βλοσυρή το βλοσυρό
     κλητική βλοσυρέ βλοσυρή βλοσυρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλοσυροί οι βλοσυρές τα βλοσυρά
      γενική των βλοσυρών των βλοσυρών των βλοσυρών
    αιτιατική τους βλοσυρούς τις βλοσυρές τα βλοσυρά
     κλητική βλοσυροί βλοσυρές βλοσυρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βλοσυρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλοσυρός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vlo.siˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλο‐συ‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

βλοσυρός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βλοσυρός βλοσυρᾱ́
βλοσυρός
τὸ βλοσυρόν
      γενική τοῦ βλοσυροῦ τῆς βλοσυρᾶς
βλοσυροῦ
τοῦ βλοσυροῦ
      δοτική τῷ βλοσυρ τῇ βλοσυρ
βλοσυρ
τῷ βλοσυρ
    αιτιατική τὸν βλοσυρόν τὴν βλοσυρᾱ́ν
βλοσυρόν
τὸ βλοσυρόν
     κλητική ! βλοσυρέ βλοσυρᾱ́
βλοσυρέ
βλοσυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βλοσυροί αἱ βλοσυραί
βλοσυροί
τὰ βλοσυρᾰ́
      γενική τῶν βλοσυρῶν τῶν βλοσυρῶν
βλοσυρῶν
τῶν βλοσυρῶν
      δοτική τοῖς βλοσυροῖς ταῖς βλοσυραῖς
βλοσυροῖς
τοῖς βλοσυροῖς
    αιτιατική τοὺς βλοσυρούς τὰς βλοσυρᾱ́ς
βλοσυρούς
τὰ βλοσυρᾰ́
     κλητική ! βλοσυροί βλοσυραί
βλοσυροί
βλοσυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βλοσυρώ τὼ βλοσυρᾱ́
βλοσυρώ
τὼ βλοσυρώ
      γεν-δοτ τοῖν βλοσυροῖν τοῖν βλοσυραῖν
βλοσυροῖν
τοῖν βλοσυροῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βλοσυρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

βλοσυρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)