σκυθρωπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκυθρωπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκυθρωπός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sci.θɾoˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐θρω‐πός
Επίθετο
επεξεργασίασκυθρωπός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκυθρωπός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σκυθρωπός | ἡ | σκυθρωπή | τὸ | σκυθρωπόν |
γενική | τοῦ/τῆς | σκυθρωποῦ | τῆς | σκυθρωπῆς | τοῦ | σκυθρωποῦ |
δοτική | τῷ/τῇ | σκυθρωπῷ | τῇ | σκυθρωπῇ | τῷ | σκυθρωπῷ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | σκυθρωπόν | τὴν | σκυθρωπήν | τὸ | σκυθρωπόν |
κλητική ὦ! | σκυθρωπέ | σκυθρωπή | σκυθρωπόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σκυθρωποί | αἱ | σκυθρωπαί | τὰ | σκυθρωπᾰ́ |
γενική | τῶν | σκυθρωπῶν | τῶν | σκυθρωπῶν | τῶν | σκυθρωπῶν |
δοτική | τοῖς/ταῖς | σκυθρωποῖς | ταῖς | σκυθρωπαῖς | τοῖς | σκυθρωποῖς |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | σκυθρωπούς | τὰς | σκυθρωπᾱ́ς | τὰ | σκυθρωπᾰ́ |
κλητική ὦ! | σκυθρωποί | σκυθρωπαί | σκυθρωπᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκυθρωπώ | τὼ | σκυθρωπᾱ́ | τὼ | σκυθρωπώ |
γεν-δοτ | τοῖν | σκυθρωποῖν | τοῖν | σκυθρωπαῖν | τοῖν | σκυθρωποῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκυθρωπός < + -ωπός → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
επεξεργασία- σκυθρωπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκυθρωπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.